Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

 Πολυτεχνείο 1973-2024 – Η Λαμία τιμά τον Νίκο Ράπτη

Σας καλούμε στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για την 51 η επέτειο του

Πολυτεχνείου, αφιερωμένη στον αγωνιστή, εκπαιδευτικό Νίκο Ράπτη, που θα

γίνει το Σάββατο 16 Νοέμβρη 2024, στις 7μμ, στην αίθουσα εκδηλώσεων του

Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Λαμιέων, Λεωνίδου 11.

Ο Νίκος Ράπτης, φοιτητής του Μαθηματικού στα Γιάννενα, την περίοδο της χούντας

συνελήφθη και βασανίστηκε στην Αθήνα για τη δράση του στο φοιτητικό κίνημα.

Υπέστη διώξεις ακόμη και μετά την πτώση της χούντας, αλλά δεν πρόδωσε ποτέ τις

αξίες του και επέλεξε να παραμείνει ενεργός πολίτης, μπροστάρης στους αγώνες της

γενιάς του.

Βρέθηκε στη Ξάνθη στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90

και κατάφερε με την εκρηκτική του παρουσία και δράση να «σπάσει» την καταπίεση

της μειονότητας σε θέματα εκπαίδευσης και να εμπνεύσει την κοινωνία και τον

εκπαιδευτικό κόσμο για αλλαγές, πριν ακόμα η πολιτεία αποφασίσει να άρει το

καθεστώς των διακρίσεων. Στη μνήμη του άλλωστε ιδρύθηκε ο “Όμιλος Φίλων Νίκου

Ράπτη” για τη συνέχιση του οράματός του.

Με την εκδήλωσή μας αυτή στον τόπο καταγωγής του, τη Λαμία, τιμούμε - έστω και

καθυστερημένα - τη μνήμη του, ευελπιστώντας να συμβάλουμε στην προσπάθεια,

που ήδη έχει ξεκινήσει, για την ανάδειξη της αγωνιστικής δράσης και την καταγραφή

της πορείας ενός σημαντικού ανθρώπου του τόπου μας.

Το αρχικό πρόγραμμα θα ανακοινωθεί τις επόμενες ημέρες αλλά θα παραμείνει

ανοιχτό σε προτάσεις, τοποθετήσεις και μαρτυρίες μέχρι και την ημέρα της

εκδήλωσης.

Συνδιοργανωτές:

*Φίλοι Μουσείου Εθνικής Αντίστασης και Σύγχρονης Ιστορίας Ρούμελης

http://miar1940-1950.blogspot.gr/ Email: m.i.a.r.1940.1950@gmail.com

*Όμιλος Φίλων Νίκου Ράπτη

*Κάστρο Αλληλεγγύης Λαμίας

www.kastrolamias.gr Email: xmlamias@gmail.com

*Όμιλος Φίλων του Δάσους Λαμίας

 

 Δ.Σ  ΟΜΦΙΔΑΣ 2024-2026


Πρόεδρος :           Φούντας Πάρης        

Αντιπρόεδρος :    Αναγνώστου Κώστας

  Γραμματέας :    Μαντέ Μαρία

           Ταμίας :    Ταταρίδας Γιάννης,          

             Μέλη :   Παπαϊωάννου Κατερίνα,  Δημοπούλου Φωτεινή,  Αλεξανδρής Γιώργος  


      Αναπληρωματικά μέλη: Αλμπάνης Θοδωρής,Καλότυχου Ιωάννα,Τσιάπας Αντώνης

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

 ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Ο Όμιλος Φίλων του Δάσους σας καλεί στην επαναληπτική ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ - ΟΡΙΣΤΙΚΑ -  την  Τετάρτη  6  Νοεμβρίου 2024 στις 6.00 μ.μ. στην αίθουσα ΙΙ του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Λαμιέων (Λεωνίδου 9-11, 2ος όροφος) όπου θα πραγματοποιηθούν :


1.  Γενική Συνέλευση των μελών για λήψη απόφασης για  "Τροποποίηση του καταστατικού" του ΟΜΦΙΔΑΣ (από  6.00 μ.μ. - 7.00 μ.μ.)


2.  Εκλογοαπολογιστική Γενική Συνέλευση των μελών και ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου και νέας Εξελεγκτικής Επιτροπής για τα ετη 2024-2026 (από 7.00 μ.μ. - 8.30 μ.μ.)




Μαζί πορευόμαστε 32 χρόνια τώρα, μαζί θα κουβεντιάσουμε, θα συναποφασίσουμε για τις δράσεις μας και την πορεία του Ομίλου.


Χρειαζόμαστε τη μαζική συμμετοχή σας, τις ιδέες σας, τη ζωντάνια σας, επιζητώντας μια κοινωνία με επίκεντρο την αρμονική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και την ήπια, αειφόρο ανάπτυξη του τόπου μας.


Η Οίτη, η Όθρυς, ο Σπερχειός, ο Μαλιακός, οι ιαματικές πήγες, η Ιστορία αυτού του τόπου, οι Θερμοπύλες, η Αλαμάνα, ο Γοργοπόταμος, είναι τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.


Διεκδικούμε ανθρώπινες, φιλικές στον πολίτη πόλεις. Αγωνιζόμαστε για τα κοινωνικά αγαθά που κατάντησαν εμπόρευμα, για την περιβαλλοντική εκπαίδευση, την μύηση της νέας γενιάς και την ευαισθητοποίησή της στα ζητήματα του περιβάλλοντος.


Μαζί μπορούμε να ελπίζουμε σε μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία.


Η παρουσία όλων των μελών είναι απαραίτητη για την συνέχιση των δραστηριοτήτων μας.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

         Οδοιπορικό στη Λακωνική Μάνη

Μια ακόμη 3ημερη εξόρμηση του ΟΜ.ΦΙ.ΔΑΣ, στην καρδιά του Φθινοπώρου, όπου μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε σημαντικά σημεία οικολογικού, ιστορικού, πολιτισμικού και θρησκευτικού ενδιαφέροντος και να αγαπήσουμε περισσότερο τη φύση και τη χώρα μας. Αφήνοντας αχάραγα τη Λαμία μας και περνώντας το Ισθμό βρεθήκαμε στην Πελοπόννησο.




Η περιήγησή μας ξεκίνησε την Παρασκευή με ξεναγό μας τον εξαίρετο Αρχαιολόγο κο Δημήτρη Βλαχάκο, που μας μύησε στην Ιστορία και τον πολιτισμό της καστροπολιτείας του Μυστρά. Το Δεσποτάτο του Μωρέως που αποτέλεσε ημιαυτόνομη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο και διέγραψε τη δική της πορεία έως το 1460 οπότε καταλύθηκε από τον Μωάμεθ Β. Με την ίδρυση της σύγχρονης πόλης της Σπάρτης από το βασιλιά Όθωνα, το 1834, αρχίζει η μετακίνηση των κατοίκων του Μυστρά προς τη νέα πόλη. Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου. Είχε προηγηθεί, το 1921, η κήρυξη του χώρου με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο. Το 1989 ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco. Εκατοντάδες σκαλοπάτια, δυόμιση ώρες πεζοπορίας, ανάμεσα σε κατοικίες, μοναστήρια διάσπαρτα στο Δεσποτάτο για να καταλήξουμε στην εντυπωσιακή και επιβλητική Μονή Παντάνασσας, το μοναδικό μοναστήρι το οποίο εξακολουθεί να κατοικείται από μοναχές, που μας υποδέχτηκαν και μας φίλεψαν.



Κουρασμένοι αλλά εντυπωσιασμένοι από τις εικόνες που εναλλάσσονταν στη διαδρομή μας κατευθυνθήκαμε για μεσημεριανή επίσκεψη στη ΣΠΑΡΤΗ, στους πρόποδες του Ταΰγετου, στις όχθες του ποταμού Ευρώτα, πρωτεύουσα της Λακωνίας, με την μακραίωνη και ένδοξη ιστορία που αναφέρεται από τον Όμηρο ως ένα από τα ισχυρότερα Μυκηναϊκά βασίλεια και έδρα του Μενελάου. Κατά τους Περσικούς πολέμους, η θυσία των 300 του Λεωνίδα και των 700 Θεσπιέων στο στενό των Θερμοπυλών, το 480 π.Χ., αποτέλεσε το συγκλονιστικότερο γεγονός της περιόδου. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν τον 4ο αιώνα μ.Χ., τόσο η Σπάρτη όσο και το Γύθειο συνέχισαν να κατοικούνται παρά τους σεισμούς, τις επιδρομές των Γότθων και την επιδημία πανώλης, το 541-543. Η πόλη επανιδρύθηκε μετά την απελευθέρωση της χώρας το 1834, ύστερα από απόφαση του βασιλιά Όθωνα και σε επίσημη τελετή την 1 Ιανουαρίου 1857 έγινε η εγκαθίδρυση των αρχών από το Μυστρά στη νέα πόλη, που ήταν και η πρώτη στην Ελλάδα που χαράχθηκε με πολεοδομικό σχέδιο. Είδαμε μεγάλες πλατείες και δεντροφυτεμένους δρόμους νεοκλασικές οικοδομές και το άγαλμα το Λεωνίδα να δεσπόζει μπροστά στο στάδιο της πόλης. Με το σούρουπο πήραμε το δρόμο για το Γύθειο, την αρχοντική, ρομαντική και ιστορική κωμόπολη με το λιμάνι, που βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο έδρα του ομώνυμου δήμου, όπου διανυκτερεύσαμε και τα δυο βραδιά, σε κατάλυμα με απίστευτη θέα, μπροστά στη θάλασσα.





Εντυπωσιακά νεοκλασικά του 19ου αιώνα, χτισμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά του καταπράσινου λόφου που οι ντόπιοι αποκαλούν Ακούμαρο,. Η καρδιά της πόλης χτυπά στην προκυμαία της. Από εδώ ξεκινούν δρόμοι και σοκάκια που ελίσσονται ανάμεσα σε ολάνθιστες αυλές, πέτρινα σπίτια κι εκκλησάκια, ανηφορίζοντας ως την κορυφή του λόφου. Τα παστέλ χρώματα των νεοκλασικών προσόψεων ανακατεύονται με το βαθυπράσινο των πεύκων και των κυπαρισσιών και καθρεφτίζουν τα χρώματά τους στα νερά του λακωνικού κόλπου.
Είναι Σάββατο πρωί και αναχωρούμε για το σπήλαιο ΔΙΡΟΥ.





Το σπήλαιο της Μάνης με τους θεαματικούς σταλακτίτες, προσφέρει οργανωμένες ξεναγήσεις σε μία διαδρομή με συνολικό μήκος 1.500 μέτρα, από τα οποία τα πρώτα 1.200 είναι λιμναία και διασχίζονται με βάρκα. Θεωρείται ένα από τα 3 ωραιότερα σπήλαια της κατηγορίας του σε όλον τον κόσμο και είναι επισκέψιμο όλο τον χρόνο. Το 1949 οι ιδρυτές της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, Γιάννης και Άννα Πετροχείλου, άρχισαν να το εξερευνούν συστηματικά. Οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες που σήμερα βρίσκονται κάτω από το νερό σχηματίστηκαν όταν η επιφάνεια της θάλασσας βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από το σημερινό της επίπεδο. Το νερό μέσα είναι υφάλμυρο και έχει μεγάλη σκληρότητα. Η θερμοκρασία του είναι περίπου 14°C, ενώ του αέρα κυμαίνεται από 16 έως 19°C.Μέσα στο σπήλαιο έχουν βρεθεί απολιθωμένα οστά πάνθηρα, ύαινας, λιονταριού, ελαφιού, κουναβιού και η μεγαλύτερη συγκέντρωση οστών ιπποπόταμων στην Ευρώπης.



Με την έξοδο μας από το σπήλαιο κατευθυνθήκαμε στην Αρεόπολη και Λιμένι, που ήταν και το επίνειο της και κατά συνέπεια το λιμάνι της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Μαγευτική φυσική ομορφιά, παραδοσιακά κτήρια που αναπολούν άλλες εποχές ανέγγιχτες από το χρόνο και την εξέλιξη του πολιτισμού μας. Μαζί με τις πέτρες που πάνω τους έχει ξεραθεί το αλάτι της θάλασσας ή έχει στάξει το λάδι της ελιάς αποφάσισαν να ζήσουν οι Μανιάτες και το έχουν για καμάρι τους. Ανυπάκουοι, απότομοι στη συμπεριφορά, σκληροί στον χαρακτήρα και με βλέμμα που δεν χαρίζεται σε κανέναν, έμαθαν στη στέρηση, στον πόνο και στους νου τους είχαν πάντα τον πόλεμο! Η ονομασία «Μικρό Αλγέρι», κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, αφού εδώ έβρισκαν καταφύγιο οι πειρατές του Αιγαίου και της Μεσογείου. Ξεκουραστήκαμε, γευθήκαμε παραδοσιακούς μεζέδες και κατευθυνθήκαμε στο μονοπάτι από τα Κοκκινόγεια έως την άκρη του Ταινάρου, το πιο ενδιαφέρον περπάτημα της Μέσα Μάνης.





Το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ευρώπης! Πεζοπορία δύο ωρών, σε βατό αλλά πετρώδες μονοπάτι στο γυμνό τοπίο της Μάνης. Η θέα του Ακρωτηρίου πλησιάζοντας στο Φάρο σε αποζημιώνει. Η περιοχή κατά τους αρχαίους Έλληνες, ήταν η είσοδος στον Κάτω Κόσμο, αφού εδώ βρισκόταν ένα πασίγνωστο στην αρχαιότητα ψυχοπομπείο. Βαδίσαμε δίπλα από τον βυζαντινό ναό των Αγίων Ασωμάτων, που είναι χτισμένος με πέτρες από τον παρακείμενο ναό του Ταινάριου Ποσειδώνα. Περίπου 300 μέτρα μετά, το μονοπάτι περνάει δίπλα από τα ερείπια του αρχαίου οικισμού, το ρωμαϊκό ψηφιδωτό και την παραλία της Αριάς. Το τοπίο είναι γεμάτο ξερολιθιές και χαμηλούς θάμνους, αγκαθωτά βάτα, θυμάρι και ρίγανη. Σε όλη τη διάρκεια της πεζοπορίας, η θέα στον όρμο Πόρτο Στέρνες και στο πέλαγος είναι μαγευτική. Η σημαία του ΟΜ.ΦΙ.ΔΑΣ κυμάτισε στο Ταίναρο δίπλα στη γαλανόλευκη όπου φωτογραφηθήκαμε με φόντο το Φάρο και θέα τη Μεσόγειο.
Η επιστροφή μας έγινε περνώντας από παραδοσιακούς πανέμορφους πετρόκτιστους οικισμούς Βάθεια και Γερολιμένα, για να καταλήξουμε στο Γύθειο για νυχτερινή βόλτα και ξεκούραση.





Κυριακή πρωί, κουρασμένοι από τις πεζοπορίες αλλά με προσμονή να δούμε τη Μονεμβασιά όπου μας περίμεναν τα στελέχη του ΚΕΠΕΑ Μολάων, με την κα Πούλου σε ρόλο ξεναγού σ αυτή μας την επίσκεψη. Το όνομά Μονεμβασιά, σημαίνει ”Μία Είσοδος” επειδή υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς την πόλη από την Πελοπόννησο. Ένας υψωμένος δρόμος – λαιμός 400 μέτρων, ενώνει το κενό που χωρίζει την περιοχή από την πόλη και οδηγεί στην μοναδική και άθικτη μεσαιωνική πόλη. Αυτό κατά το Μεσαίωνα το μετέτρεψε σε ένα απόρθητο φυσικό φρούριο. Η Μονεμβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι περισσότερο γνωστή από το μεσαιωνικό φρούριο, επί του ομώνυμου "Βράχου της Μονεμβασίας". Από γεωφυσικής απόψεως αποτελεί ένα τόμπολο (tombolo) Στα διασωθέντα κτήρια και τις δομές στο κάστρο περιλαμβάνονται αμυντικές κατασκευές του εξωτερικού κάστρου και αρκετές μικρές βυζαντινές εκκλησίες. Τα τείχη της καστροπολιτείας ήταν διπλά, σε σχήμα Π αναποδογυρισμένο και κατέληγαν σε δύο πύλες: τη μεγάλη, που η επένδυσή της με σιδερένιες πλάκες είναι διάτρητη από σφαίρες, ορατές και σήμερα, και την επάνω πύλη. Η περιήγηση μας άρχισε από το σπίτι του Ρίτσου που έχει μετατραπεί σε Μουσείο. Μια μοναδική περιήγηση στα δαιδαλώδη γραφικά σοκάκια της παλιάς πόλης, τα τείχη και τις εκκλησίες, για να ζωντανέψει μπροστά σας η πορεία της μυθικής καστροπολιτείας μέσα στους αιώνες με αναφορές στην αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό της με συνοδούς μας τα στελέχη του ΚΕΠΕΑ που αν και Κυριακή, πρόθυμοι απαντούσαν στις ερωτήσεις μας και μας μυούσαν στην ιστορία του τόπου.Αυτοι είναι οι άνθρωποι του ΚΕΠΕΑ σε όλη την Ελλάδα, "φυλάνε Θερμοπύλες" της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.
Ο δρόμος της επιστροφής άρχισε με μια στάση στην Τρίπολη, την γνωστή μας Τριπολιτσά, πρωτεύουσα της Αρκαδίας.




Η Περιήγηση ξεκίνησε από την Πλατεία Άρεως, από τις μεγαλύτερες και ομορφότερες πλατείες στην Ελλάδα, γύρω από την οποία συγκεντρώνονται και μερικά από τα ωραιότερα νεοκλασικά της πόλης. Ενδιαφέρουσα είναι και η Πλατεία Πετρινού με το Μαλλιαροπούλειο Θέατρο του 1910, η Πλατεία Αγίου Βασιλείου, με τον ομώνυμο ναό της. Κάθε τόπος και η ιστορία του , η μοναδική ομορφιά του, άλλοτε προσεγμένη και άλλοτε αφημενη στο έλεος του χρόνου!
Έτσι ολοκληρώσαμε το οδοιπορικό μας στη Μεσσηνιακή Μάνη, περπατώντας και γνωρίζοντας τη φύση , τον τόπο και την ιστορία του, γεμίσαμε με χιλιάδες εικόνες στο μυαλό και χιλιάδες φωτογραφικά κλικ τις μηχανές μας!

Συνεχίζουμε τις εξορμήσεις στον τόπο μας, εσείς τα μέλη και οι φίλοι του ΟΜ.ΦΙ.ΔΑΣ είστε η δύναμή μας, σας ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη 32 χρόνια τώρα.
Σκοπός μας η ανάδειξη των περιβαλλοντικών προβλημάτων, η ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης, η εξερεύνηση κάθε γωνίας της όμορφης της πατρίδας μας, ελπίζοντας στην ήπια και αειφόρο ανάπτυξη, για να την παραδώσουμε στην επόμενη γενιά, αν όχι καλύτερη, τουλάχιστον όπως την παραλάβαμε.




Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Η λίμνη Ξυνιάδα: Ένας παράδεισος που χάθηκε…


Η λίμνη Ξυνιάς βρισκόταν σε υψόμετρο 463 μέτρων και η έκταση που κάλυπταν τα πρασινογάλαζα νερά της το χειμώνα, όταν η στάθμη τους έφτανε στο ανώτατο ύψος, ήταν περίπου 33.000 στρέμματα εκ των οποίων τα 5.000 περίπου ήταν βάλτος. Είχε σχήμα ελλειψοειδές με τον μεγάλο άξονα μήκους 7 χιλ. περίπου, βαίνοντα νοτιοανατολικά. Τα νερά της λίμνης ήταν στο μέγιστο ποσοστό τους βρόχινα και προέρχονταν από την ευρύτερη λεκάνη απορροής του οροπεδίου της Ξυνιάδας και έφταναν στο ανώτερο βάθος τους τα δέκα περίπου μέτρα.

Βαρκάδα στα δυτικά της Λίμνης Ξυνιάδας

Τα νερά που υπερχείλιζαν από τη λίμνη έφευγαν από το βορειοδυτικό άκρο της μέσω του χειμάρρου Μπαμπαλή (Πενταμύλη) προς τον Ονόχωνα (Σοφαδίτικο) παραπόταμο του Πηνειού. Η φύση είχε ευνοήσει την Ξυνιάδα όχι μόνο με σπουδαία δομικά γνωρίσματα και λειτουργίες. Την είχε επίσης τοποθετήσει σε άκρως στρατηγική θέση της Ανατολικής Μεσογείου και της Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης.

Η λίμνη Ξυνιάδα δημιουργήθηκε πιθανώς από τεκτονικό βύθισμα, αναφέρεται δε από τον Ηρόδοτο και τον Απολλώνιο τον Ρόδιο.

Το όνομά της οφείλει πιθανότατα στην μικρή ομώνυμη πόλη που υπήρχε κατά την αρχαιότητα πάνω στην μικρή νησίδα που βρίσκονταν στην Νοτιοανατολική όχθη της, κατ’ άλλους δε στη λέξη «Κοινή» αρχαϊκώς «Ξοινή» επειδή βρισκόταν στο μεταίχμιο της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας.  Άλλοι αποδίδουν το όνομά της στις Ξυνίες Νύμφες που κατά την λαϊκή παράδοση κατέβαιναν από τα γειτονικά βουνά για να λούσουν τα μακριά τους μαλλιά. Ακόμα ο «μυθοπλάστης» λαός αποδίδει το όνομά της σε μια κοπέλα, την Ξυνιά, που πηγαίνοντας για νερό από τη βρύση λησμόνησε να την κλείσει κι έτσι δημιουργήθηκε η λίμνη!

Μια γενική περιγραφή της περιοχής της λίμνης Ξυνιάδας μας παραδίδει και ο δόκτωρ Χένρυ Χόλλαντ, περιηγητής στην Ελλάδα κατά το 1812-1813: «Όπως με πληροφόρησαν οι οδηγοί μου η περιοχή ήταν ιδιοκτησία του Αλή Πασά. Το τοπίο εδώ θα ήταν ευχάριστο, αν δεν έλει­παν τα δάση, η έλλειψη των οποίων χαρακτηρίζει όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα. Δεν γνωρίζω να αναφέρεται από κάποιον αρχαίο συγγραφέα αυτή η λίμνη και από τη θέση της σε ψηλό σημείο τα νερά, που τώρα συγκεν­τρώνονται εδώ, στο παρελθόν ίσως να μεταφέρθηκαν με τεχνητά μέσα. Η πεδιάδα, όπου βρίσκεται η λίμνη, βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο και μόνο ένα μι­κρό μέρος της φαίνεται να καλλιεργείται, αλλά παρέ­χει βοσκή στα μεγάλα κοπάδια των προβάτων. Στα βό­ρεια βρίσκεται άλλη μια λοφοσειρά μικρού ύψους, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επίσης τμήμα της οροσειράς της Όθρυος. Στην πλαγιά τους βρίσκεται μια μικρή πόλη, το Αβράχι (Ομβριακή), η οποία κατοι­κείται από γεωργούς και βοσκούς και είναι ιδιοκτησία του Βελή Πασά» (μετ. Γ. Καραβίτης).

Σημαντική είναι και η αναφορά του Γερμανού περιηγητή Φρίντριχ Στάλιν στη λίμνη Ξυνιάδα, την οποία επισκέφθηκε γύρω στα 1910: «Νότια του Ξεροβουνίου βρίσκεται μια ρηγματώδης λεκάνη στην Όθρη, η οποία καλύπτεται από μια μεγάλη αλλά αβαθή λίμνη (6,5 χλμ. διάμετρος, 5,25 μ. βάθος και 463 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας). Τώρα ονομάζεται είτε λόγω της τοποθεσίας Δαουκλί (σχολ. Στεφ. Βυζ. στη λέξη Δαυκλί από το Δαυκί=καρότο και –λι, τουρκική παραγωγική συλλαβή), είτε Νεζερός, στην αρχαιότητα δε ονομαζόταν από την παρακείμενη πόλη Ξυνίαι, λίμνη Ξυνιάς. Το πρασινοκίτρινο νερό της είναι πολύ ζεστό και πλούσιο σε ψάρια, επικαλύπτει δε όλες τις πέτρες με μια γλιστερή λάσπη. Η απορροή της γίνεται στα δυτικά μέσω του Πενταμύλη. Η λεκάνη αυτή της λίμνης με τον περίγυρο των βουνών, ο οποίος μένει ανοικτός μόνο ανατολικά, σχηματίζει μια ενότητα», (Fridrich Stahlin, «Αρχαία Θεσσαλία», 2002).

Η λίμνη όπως θα θέλαμε να είναι σήμερα

Η λίμνη είχε τόσο πλούσια ορνιθοπανίδα και οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Ταουκλί (ορνιθότοπο, ταούκ= όρνιθα) από τις πολλές νερόκοτες, αλλά και Δερελί-Γκιόλ (λίμνη). Πολλοί ξένοι περιηγητές των προηγούμενων αιώνων αναφέρουν την λίμνη Ξυνιά ως Βοίβη, Βοιβοιίδα, Βοιβαΐδα ή Βυβαΐδα. Η λίμνη ονομαζόταν επίσης «Νεζερός» ή «Οζερός», όνομα που έχει σλαβική προέλευση, καθώς «Οζέρο» είναι σλαβική λέξη που σημαίνει λίμνη.

Από το Νικόλαο Μάγνητα το έτος 1848 αναφέρεται ως η τέταρτη λίμνη της Θεσσαλίας: «…Ξυνιάς νυν Τασουκλή ή Δαουκλή καλουμένη, μικρά μεν, τρέφουσα όμως  πολλά και εξαίρετα είδη ιχθύων, κείται εν τη χώρα των Φερσάλων».

Απαράμιλλη και μαγευτική ήταν όμως η θέα και η ομορφιά τη λίμνης. Ο Δημήτριος Κουτσουλέλος γράφει: «Εξαίσια και πανοραμική ήταν απ’ την οροθετική γραμμή (σημ. από την Όθρη) και η θέα της λίμνης. Ο ομιλών θυμάται με νοσταλγία και συγκίνηση, το πολύωρο αγνάντεμά της, στα μαθητικά του χρόνια, νιώθοντας ιδιαίτερη ψυχική ικανοποίηση. Εκτεινόμενη σε 30.000 στρέμματα, μοναδική στην Ελλάδα, καμάρι και στολίδι του τόπου, ένας παμμέγιστος καθρέφτης, λαμπερός και αστραφτερός, στο μάλαμα και στο ασήμι, μια υδάτινη ομορφιά, απόλαυση των αισθήσεων, χαριέσσα και σκιρτώσα, θαλερή και ωραία, νεράιδα των νερών, πανέμορφη παρθένος στη θαλασσογάλανη λίμνη της, εχρύσιζε πάμφωτη σε μια ονειρευτή γαλήνη κι άφταστη μακαριότητα. Μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ, στην οποία κολυμπούσαν η ψυχή και το πνεύμα…»!!!

Τα ερείπια των τειχών της Ακρόπολης των αρχαίων Ξυνιών

Εντός της λίμνης προς την Ν.Α. όχθη της υπήρχαν δύο νησάκια και στο μεγαλύτερο από αυτά που είχε ύψος περί τα 100 μ. πάνω από την επιφάνεια της λίμνης, όπου υπάρχουν και σήμερα τα ερείπια των τειχών ττης Ακρόπολης αρχαίων Ξυνιών, μυκηναϊκής εποχής. Το αρχαίο τείχος έχει καλυφθεί σε κάποια σημεία με βυζαντινή οχύρωση η οποία κατά τον μεσαίωνα χρησίμευε και για την προστασία του Φεουδάρχη. Βαθιά τάφρος χώριζε την νησίδα από την ξηρά με την οποία επικοινωνούσε μέσω στενού πέτρινου διαδρόμου (καλντερίμι) και ξύλινης γέφυρας στη θέση της οποίας κατά τον μεσαίωνα υπήρχε η «κινητή γέφυρα» που προάσπιζε την είσοδο του φρουρίου και επέτρεπε την επικοινωνία με την ξηρά.

Η λίμνη Ξυνιάδα με τα δροσερά νερά της, πρόσφερε τα πολύτιμα αγαθά της κυρίως στους κατοίκους των παραλίμνιων χωριών αλλά και σ’ όλους τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, ειδικά δε σε περιόδους κρίσεων, πολέμων και πείνας, ήταν ανεξάντλητη πηγή τροφής για όλη την περιοχή. Άφθονη, υγιεινή και εκλεκτή τροφή την οποία κανείς δεν την στερούταν. Για όσους ταξίδευαν για πρώτη φορά με το τραίνο για την Αθήνα ή Θεσσαλονίκη όταν έφθα­ναν στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγγειών ή Καλλιπεύκης  ξετυλιγόταν μπροστά τους μία ευχάριστη έκ­πληξη και διερώτονταν ποια θάλασσα είναι αυτή, τι ωραίο θέαμα, τι όμορφη λίμνη...!


Η λίμνη στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν ολοκάθαρη, χωρίς βάλτους και καλάμια, τα οποία περιορίζονταν κυρίως στις περιοχές της Ξυνιάδας, της Κορομηλιάς αλλά και ένα μέρος της Παναγιάς.

Στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου προς την Ομβριακή, κάτω απ’ το σημερινό Στρατόπεδο, υπήρχε κανονική παραλία με αμμουδιά, όμως πολλοί άνθρωποι χάθηκαν σε δίνες που δημιουργούσε η πίεση του νερού. Τραγικό θύμα μιας τέτοιας δίνης υπήρξε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και ο νεαρός αδελφός του μπάρμπα Κώστα Νούκου από την Ομβριακή, όπως και πολλοί άλλοι ανυποψίαστοι κολυμβητές, καθώς, όπως αναφέρει με παράπονο ο μπάρμπα Κώστας, κανείς από τις τοπικές αρχές δεν ενδιαφέρθηκε να σημαδέψει με ειδικές σημαδούρες τις δίνες αυτές καίτοι ήταν γνωστές στους ψαράδες και εύκολο να εντοπιστούν.

Το χειμώνα, με τα κρύα και τις παγωνιές, η επιφάνεια της λίμνης πάγωνε πολύ, στο μεγάλο ψύχος πάγωνε σε πολύ μεγαλύτερο βάθος κι όταν  χιόνιζε ή ήταν παγωμένη, τότε δεν ξεχώριζε διόλου από ένα χιονισμένο χέρσο τοπίο.

Κατά την παράδοση Τούρκος αξιωματικός ανήμερα της εορτής του Αγίου Στεφάνου (27 Δεκεμβρίου) πέρασε νύχτα με τα στρατεύματα του πάνω από την χιονισμένη, παγωμένη και ομιχλώδη λίμνη, χωρίς να το ξέρει και χωρίς να βουλιάξει σ’ αυτή. Όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, έχτισε εκκλησία στη μνήμη του Αγίου Στεφάνου από την οποία πήρε το όνομα και το χωριό, τότε Νεζερός.

Μπορούμε να φανταστούμε πως η Ξυνιάδα λίμνη ήταν το στολίδι της περιοχής μας, με την ομορφιά του πρασινογάλαζου τοπίου, τις βάρκες με τους ψαράδες της που την «όργωναν» καθημερινά στον αγώνα για την επιβίωση και το νησάκι της με το επιβλητικό κάστρο των αρχαίων Ξυνιών. Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί πολλές καθαρές φωτογραφίες της λίμνης, καθώς πάνω στη σπουδή της αποξήρανσής της, δεν θεωρήθηκε σημαντικό να υπάρξουν στοιχεία για την ύπαρξή της. 

                                   

Η βιοποικιλότητα της λίμνης

Η τούρνα

 Το ζεστά πρασινογάλαζα νερά της λίμνης φιλοξενούσαν πλήθος και ποικιλία ψαριών, όπως επίσης πτηνών και θηλαστικών υπό εξαφάνιση σήμερα όπως η βίδρα (ενυδρίδα). Πολλά είδη υδρόβιων πτηνών όπως κύκνοι, πελεκάνοι, ψαροφάγοι, νερόκοτες, πάπιες, χήνες, μπεκατσίνια, φαλαρίδες και δεκάδες άλλα είδη υδρόβιων, ημεδαπών αλλά και μεταναστευτικών πουλιών, διαβιούσαν κυρίως τους χειμερινούς μήνες στην λίμνη Ξυνιάδα.

Τα κυριότερα είδη ψαριών με τα οποία ήταν εμπλουτισμένη η λίμνη ήταν, οι ουγγλιές, μικρά ψαράκια σαν τη μαρίδα της θάλασσας, οι πλατίτσες, που έμοιαζαν με τις γόπες της θάλασσας, οι χάνοι, που ήταν ανώτεροι από τα θαλασσινά μπαρμπούνια, γίνονταν ψητοί, τηγανιστοί ή βραστοί, τα γλίνια, που είχαν χρώμα χρυσοκίτρινο, ήταν παχιά, μεγάλα, σχεδόν χωρίς αγκάθια, οι τούρνες, ήταν μεγάλα ψάρια μέχρι έξι κιλά περίπου, περίπου σαν το λούτσο της θάλασσας.

Οι ψαράδες όταν γύριζαν το βράδυ στα σπίτια τους, καβάλα στα άλογά τους, κρεμούσαν τις τούρνες από τα κουτσάκια των σαμαριών και οι ουρές τους σχεδόν ακουμπούσαν στο έδαφος. Τα χέλια, ήταν νοστιμότατα και πολύ ακριβά. Τα κυπρίνια, ήταν λίγα αλλά εξαιρετικής ποιότητας και νοστιμιάς. Είχε και άλλα ακόμη είδη ψαριών αλλά υποδεέστερης αξίας. Ο Αποστολίδης (1892) αναφέρει την παρουσία στους ποταμούς της Θεσσαλίας και την Ξυνιάδα λίμνη, ενός σπάνιου χελιού, του είδους Lota lota ή bubbo (παχύχελο). Αυτό όμως θεωρείται απίθανο κατά τον Στεφανίδη (1950), ο όποιος εξερεύνησε την περιοχή.

Το 1805 ο περιηγητής Αργύρης Φι­λιππίδης, απ' τις Μηλιές του Πηλίου, που επισκέφθηκε την περιοχή της λίμνης, σ’ ένα άριστο οδοιπορικό κείμενο αναφέρει: «…Εμβαίνοντας μέσα εις τον κάμπον του Νεζιρού, αφήνεις αριστερά σου την λίμνη, αύτη η λίμνη βγάζει ψάρια χρονικώς, την δουλεύουν τα πέριξ χωρία. Ευγάνει γολιανούς, ευγάνει τούρνες ωραιότατες ευρίσκεις από δύο οκάδες τες πέντε και ως εννέα, ευγάνει και μικρά, πλατύτζαις πλήθος. Τον χειμώνα ευγαίνουν πάρα πολλά. Εδώ έρχονταν τον χειμώνα πλήθος πάπιες και χήνες και άλλα. Όμως δεν τα κυνηγούν, ωσάν την Κάρλα. Αριστερά της λίμνης είναι το Νταουκλί. Έχει ως πενήντα σπίτια χριστιανών. Υπόκειται και αυτό υπό τον Θαυμακού και εις τα Φάρσαλα. Ζουν οι εγκάτοικοι με την γεωργικήν και αλιευτικήν, επειδή είναι πλησίον της λίμνης. Είναι άνθρωποι, πού βλέπουν την δουλίαν τους (= εργασία) με προθυμίαν. Πλησίον αυτού αριστερά είναι το χωρίον Παλαμά. Έχει ως σαράντα σπίτια χριστιανών. Ζουν και αυτοί με την γεωργικήν και την αλιευτικήν. Υπόκειται και αυτό υπό τον Θαυμακού, εις δε την εξουσίαν από τα Φάρσαλα, είναι όμως άνθρωποι φιλάνθρωποι, όλα τα χωρία, όπου εί­ναι εδώ εις την λίμνην, δουλεύουν όμως ωσάν Καλβίνοι, δεν κάθονται διόλου αργοί» (ομοίως αναφέρει και για τους κατοίκους Παναγιάς και Ομβριακής).

Είχα την πραγματικά μοναδική εμπειρία να ακούσω από πρώτο χέρι για τη ζωή στη λίμνη Ξυνιάδα, από τον μοναδικό ίσως εν’ ζωή ψαρά της λίμνης, τον μπάρμπα-Κώστα Νούκο από την Ομβριακή, ενενήντα οκτώ ετών σήμερα (2012). Ο μπάρμπα Κώστας  ήταν ένας από τους πολλούς και ονομαστούς ψαράδες στην λίμνη Ξυνιάδα. Μας διηγήθηκε με το δικό του μοναδικό και γλαφυρό τρόπο για τη ζωή και τη βιοποικιλότητα   της λίμνης, τον τρόπο ψαρέματος, τις οκάδες ψάρια που έβγαζε και τα χρήματα που άφηνε στον τόπο αλλά και στο Ελληνικό Δημόσιο, λόγω φόρων.

«Τα κύρια εργαλεία ψαρέματος ήταν δύο», μας λέει, «οι Μακαράδες» με διακόσια πενήντα μέτρα τριχιές και γρύπια, πανιά δηλαδή και δίχτυα». Οι «Μακαράδες» ήταν δύο ζευγάρια βάρκες που δούλευαν μαζί απλώνοντας τα «γρύπια» που είχαν πανιά από κάτω για να εγκλωβίζουν τα ψάρια και φελλούς από πάνω για να επιπλέουν. Άπλωναν λοιπόν οι εργάτες τα δίχτυα τους και κατόπιν οι καπεταναίοι ψαράδες, με περίτεχνη κυκλική κίνηση εγκλώβιζαν εκατοντάδες οκάδες ψάρια σ’ αυτά. Στους μακαράδες δούλευαν δεκάξι εργάτες και τέσσερις καπεταναίοι. Υπήρχαν ακόμη οι τράτες, βάρκες που δούλευαν οι ψαράδες μόνοι τους απλώνοντας και μαζεύοντας με διαφορετικό τρόπο τα δίχτυα τους, περίπου όπως αυτές της ανοιχτής θάλασσας. Οι τράτες δεν συναγωνίζονταν σε απόδοση τους μακαράδες, παρότι έπιαναν κι αυτές περίπου πεντακόσια κιλά ψάρια την ημέρα. Οι βάρκες των «μακαράδων» και οι τράτες ήταν με καρίνα και ψάρευαν στα βαθιά προς το κέντρο της λίμνης. Υπήρχαν όμως και μικρότερα βαρκάκια χωρίς καρίνα, ίσια από κάτω, με τα οποία οι ψαράδες ψάρευαν στα αβαθή και στις βαλτώδεις περιοχές της λίμνης.

Ψαράδες της λίμνης Ξυνιάδας

«Ο γιαλός μας έδινε περίπου 15.000 οκάδες ψάρια το χρόνο», συνεχίζει ο μπάρμπα – Κώστας. «Κάθε είδος ψαριών ζούσε σε διαφορετικό μέρος της λίμνης. Τα κίτρινα γλήνια, μεγάλα ως και τέσσερις οκάδες ψάρια, με πολύ καλό νόστιμο κρέας, ανώτερο και από το αρνί καθώς η τιμή τους ήταν διπλάσια, διαβιούσε προς την περιοχή της Ξυνιάδας, οι τσιρνίτσες, μικρό και χοντρό ψάρι με κρέας μόνο στην πλάτη και την κοιλιά αλλά νόστιμο, ζούσαν προς την περιοχή του Περιβολίου, οι πλατίτσες προς την περιοχή της Παναγιάς, τα ογκλιά ζούσαν στις βαλτώδεις περιοχές της λίμνης, στην περιοχή της Ξυνιάδας και της Παναγιάς και ψαρεύονταν μόνο από τις καλύβες που είχαν στήσει οι ψαράδες μέσα στο νερό και οι τεράστιες, ως και τριάντα οκάδες τούρνες, ψάρια μεγάλα σαν καρχαρίες αλλά πολύ νόστιμα, ζούσαν στην περιοχή του Νεζερού και της Κορομηλιάς κοντά στο νησί στα βαθύτερα νερά».

«Οι τούρνες είχαν μεγάλο κεφάλι σαν του βοδιού», λέει ο μπάρμπα – Κώστας ο Νούκος, «Σίγουρα κάποιες απ’ αυτές θα μπορούσαν και καταπιούν άνθρωπο!». Η τούρνα είναι ψάρι με μακρύ, κυλινδρικό σώμα και κεφάλι που καταλήγει σε χαρακτηριστικό ρύγχος, όμοιο με το ράμφος της πάπιας. Η τούρνα φθάνει συνήθως τα 50-70 εκατοστά και βάρος τα 2-3 κιλά. Στην κεντρική Ευρώπη αναφέρονται συχνά αλιεύσεις θηλυκών ψαριών με μήκος 1,5 μέτρο και βάρος 35 κιλά.

Οι λιμναίες καλύβες ήταν κατασκευασμένες με τον αρχέγονο τρόπο, με μεγάλους πασσάλους μπηγμένους βαθιά στο βυθό της λίμνης και περίπου ογδόντα πόντους έξω από το νερό υπήρχε η εξέδρα, πάλι από κορμούς βαλμένους πλάι-πλάι και πάνω απ’ αυτούς καλάμια και ραγάζια από το βάλτο.

Από το ίδιο υλικό κατασκευάζονταν και οι κωνικές καλύβες, όμοιες με κείνες των Σαρακατσαναίων, γνωστές ως «Άστες». Από κει ψάρευαν μόνο τα ογκλιά, είδος ψαριού που ζούσε στα αβαθή νερά των βάλτων, με αγκίστρια και δολώματα αλλά και καμάκια. Με καμάκι και αγκίστρι ψάρευαν και τα περισσότερα από τα άλλα είδη ψαριών της λίμνης, ακόμα και τις τεράστιες τούρνες, οι μεμονωμένοι ψαράδες της λίμνης Ξυνιάδας. Το ψάρεμα γινόταν συνήθως νύχτα με καμάκι ή δίχτυα. Για το ψάρεμα μέσα στη νύχτα χρησιμοποιούσαν τις «φωτήλες», πανί δεμένο σε κοντάρι βουτηγμένο σε ρετσίνι. Τα τελευταία χρόνια τις «φωτήλες» αντικατέστησαν οι λάμπες ασετιλίνης ή «λούξ».

Γλήνι

Ο Κώστας Σακελαρίου από την Ομβριακή, γεννημένος το 1912 μας πληροφορεί: «…Ψάρια που έβγαζε η λίμνη ήταν τα γλήνια ένα είδος όπως ο χρυσός, οι τούρνες ένα είδος μεγάλο, τα χανιά, άλλο είδος τα χέλια, οι πλατίτσες που λέγανε και πελεκούδες είδος που έφτανε το ένα κιλό. Ακόμη τσερνίτσες, ο τόνος, η σαρδέλα, τα κυπρίνια, όλα νοστιμότατα!!! ...Στη λίμνη ζούσανε πολλά είδη πουλιών όπως πάπιες δύο με τρία είδη, αγριόχηνες μεγάλες, νερόκοτες, κασιαρίνες κάτι μεγάλα πουλιά, ένα είδος τσούχτια τα λέγανε, ακόμη ψαροφάγοι, κορυδαλλοί, μπικαστόνια (μπεκατσίνια), μαυροπούλια, τυμπανάρια, βίδρες, βουτηχτάδες… Υπήρχε και δεύτερη αποβάθρα στην τοποθεσία «Ξέχυμα» εκεί ήταν η μεγαλύτερη «Βουλή Αμμουδιά», έτσι το λέγαμε, εκεί πηγαίναμε και κολυμπούσαμε… καθώς η λίμνη με 8,5-9 μέτρα στο κέντρο, είχε κατακάθαρα νερά».


Παραθέτουμε εδώ αποσπάσματα από την εκ καρδίας περιγραφή της λίμνης Ξυνιάδας, προτού αυτή λείψει, του γέροντα ντόπιου κατοίκου Γιώργου Παπαχρήστου (τεύχος 46 του περιοδικού «Αμφίβιον», ΕΚΒΥ): «…Ήταν η λίμνη, αυτή μας τα  ’δινε όλα τ' αγαθά. Όλα και όχι μόνο τα ψάρια. Που τα θυμάμαι κείνα τα ψάρια ακόμα, παρ' όλο που πέρασαν από τότε περισσότερα χρόνια απ' όσα έχει ο μισός αιώνας. Ψάρια άφθονα να φάει και να τραφεί όχι μόνο η επαρχία Δομοκού, αλλά να φτάσουν, φορτωμένα στα ζώα, μέσα σε τεράστιες καλαθούνες -τα γαλίκια- μέχρι τα καμποχώρια της Καρδίτσας, κι ακόμα παραπέρα. Κείνα τα ψάρια μας κράτησαν στη ζωή. 

Η λίμνη Ξυνιάς κατά το 1941

Πόσος λαός χόρταινε τροφή πλούσια, άφθονη και θρεπτική! Πόσα χέρια έβρισκαν δουλειά. Θυμάμαι που ασπροβόλησε ο τόπος και βρωμολόγησε η περιοχή από τα ψάρια, όταν αποξήραναν τη λίμνη κι έφυγε το νερό. Ρίχτηκε όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς και μάζεψε όσα μπορούσε ο καθείς. Και γέμισαν τα καρδάρια ψάρια, γέμισαν όλα τα τσουκάλια και το σκαφίδι το βλέπω τώρα δα, με τα ορθάνοιχτα κατάπληκτα παιδικά μου μάτια, γεμάτο, τίγκλα ψαρούκλες, μεγάλες σαν το μπόι μου». «Είχαμε τα ξωχώραφα. Που τότε ήταν γονιμότατα και ευφορότατα. Γιατί ακουμπούσαν στο νερό. Και τώρα στέρεψε ο τόπος και γίνανε άγονα. ...Είχαμε πάπιες και παπάκια, χήνες και μικρά χηνάκια! Τι πλούτος; Γέμιζε ο ουρανός, νύχτα μέρα, απ' τα κοπάδια τους, που ακατάπαυστα πηγαινοέρχονταν ομαδικά. Μπροστά, στη μύτη, ο αρχηγός κι από κοντά η πλέμπα, σε δυο γραμμές, μακριές, που όλο και ξανοίγονταν». «Είχαμε νερά πολλά: βροχές και χιόνια, που τώρα δεν τα ‘χουμε. Σπανίζουν σε βαθμό που να μην φτάνουν ούτε τα κοπάδια να ποτίσουμε. Ένας τεράστιος ταμιευτήρας νερού ήταν η λίμνη μας. Κι όλο το καλοκαίρι μάζευε ζέστη και θερμασιά. Και το χειμώνα, όπως ψυχόταν, άχνιζε η λίμνη. Σαν καζάνι με ζεστό νερό. Και οι υδρατμοί εκείνοι, σύννεφα τεράστια σκέπαζαν τον τόπο. Κι ως έφτανε ρεύμα αέρος κρύο και παγερό οι υδρατμοί γίνονταν χιονάκι, που έπεφτε άφθονο και μαλακό. Δεν θυμάμαι πλατάνια με κορμούς σχισμένους απ' τον παγετό. Να την ξαναφτιάξουν τη λίμνη μας!».

Η απώλειά της Λίμνης Ξυνιάδας δεν φτώχυνε τη βιοποικιλότητα μόνο της Ελλάδας αλλά και το οικοσύστημα της Ευρώπης. Δεν θα υπερέβαλλε κανείς αν έλεγε ότι η Ξυνιάδα σήμερα θα ήταν ένας από τους σημαντικότερους και γνωστότερους υγροτόπους της Ευρώπης, παρά το συγκριτικά μικρό εμβαδόν της.   

 Οφέλη από την λίμνη Ξυνιάδα

Κιρατζήδες (ιχθυοπώλες) στη λίμνη Ξυνιάδα

Αν παραλείψουμε τις αρνητικές επιδράσεις, πού είχε στην υγεία των παραλίμνιων κατοίκων οι οποίοι, όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Καρατζάς, «εμαστίζοντο κυριολεκτικώς υπό τής ελονο­σίας», ως προς τα άλλα υπήρξε ευεργετική η παρουσία της λίμνης. Αυτό αποδεικνύεται και από μαρτυρίες ανθρώπων των τελευταίων αιώνων, οι όποίοι αναφέρουν ότι οι κάτοικοι των γύρω χωρίων ζούσαν με την αλιευτική. Ακόμη τα προϊόντα της λίμνης -τα πολλά, μεγάλα και ποικίλα ψάρια της- υπήρξαν απ’ τα πρώτα προϊόντα της περιοχής, τα οποία εμπορευματοποιήθηκαν και δεν ήταν μόνο για αυτοκατανάλωση απ' τούς κατοί­κους.

Στο διάστημα της μαύρης κατοχής (1941-44) τότε που η πείνα θέριζε τους υπόδουλους Έλληνες, πολλοί κάτοικοι των παραλιμνίων σώθηκαν κυριολεκτικά από την πείνα, τρώγοντας ψάρια χωρίς λάδι, αντί για ψωμί, που τα ψάρευαν στα λίγα νερά που είχαν απομείνει από τη λίμνη που πλησίαζε να αποστραγγιστεί. Η εκμετάλλευση της λίμνης ανήκε στο Δημόσιο το οποίο τη μίσθωνε σε τρίτους έναντι χρηματικού ποσού σε σχετική δημοπρασία. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν ο Σπύρος Μυρεσιώτης από την Παναγιά, οι Παπαχρήστος και Αποστολόπουλος από την Ομβριακή, Ιωάννης Βαρβατάκης από το Δομοκό κλπ. Ο Ιωάννης (Νάκος) Απ. Κόκκινος (1893-1976) από την Ομβριακή ήταν μαζί με τον Γιάννη Βαρβατάκη από το Δομοκό, οι τελευταίοι εκμεταλλευτές (ενοικιαστές) της Λίμνης Ξυνιάδας, πριν από την αποξήρανσή της, για τα έτη 1939-1941.

Τεράστιο αγκύστρι για τούρνες στη λίμνη Ξυνιάδας 

(Μουσείο Αγίου Στεφάνου)

Το ψάρεμα γινόταν από τους παραλίμνιους κατοίκους και κυρίως από Ομβριακίτες ψαράδες, κι απ’ τους πιο ειδικευμένους τους λεγόμενους «μακαράδες» δηλ. απ’ αυτούς που είχαν όλα τα εργαλεία δηλαδή, βάρκες, δίχτυα, κλπ. Αρχικά το επαγγελματικό ψάρεμα γινόταν μόνο στις άκρες και τα ρηχά νερά, με μόνο ένα γρίπο, καλαμωτές, καμάκια κι αγκίστρια. Στα βαθιά η λίμνη ήταν αδούλευτη. Η συστηματική εκμετάλλευση οφείλεται σε τέσσερις Ρώσους καπετάνιους που ίδρυσαν τον πρώτο μακαρά, την πρώτη ομάδα ψαράδων με πλήρη εξοπλισμό από 4 βάρκες, γρίπο, δίκτυα κ.λ.π. Μετά τους Ρώσους έφτιαξαν μακαράδες οι Ομβριακίτες αδελφοί Γεώργιος Νάκος και Αντώνης Παπαποστόλου, οι αδελφοί Αντώνης και Χρήστος Νικολάου, οι Ντίνος και Σεραφείμ Καριώτης, ο Γιώργος Δούμας, ο Νίκος Αποστολόπουλος, ο Νάκος Κόκκινος και άλλοι. Την ψαριά τους οι ψαράδες της λίμνης Ξυνιάδας την έβγαζαν το απόγευμα στις αποβάθρες της λίμνης που ήταν δύο προς την πλευρά της Ομβριακής, μία στον Αϊ- Δημήτρη και η αποβάθρα του Δημητρίου Τσιούτσιου στην τοποθεσία Κριτήρι και στο κέντρο συγκέντρωσης και διαλογής στις πέντε Βρύσες στη βουλή Νεζερού (αποβάθρα Αγίου Στεφάνου). Στις αποβάθρες περίμεναν οι κιρατζήδες (ιχθυοπώλες) και ακολουθούσε δημοπρασία από τον αρμόδιο υπάλληλο για την αγορά των ψαριών. Το μεγαλύτερο παζάρι στις αποβάθρες γινόταν την Τρίτη το απόγευμα γιατί την Τετάρτη υπήρχε το μεγάλο παζάρι της Καρδίτσας όπου καταναλίσκονταν τα περισσότερα ψάρια.  Κάθε τρίτη βράδυ το καραβάνι με τα άλογα φορτωμένα με τρεις χιλιάδες οκάδες ψάρια, σε κοφίνια ή γαλίκια, έφευγαν για την Καρδίτσα. Εκτός από το παζάρι της Καρδίτσας, ψάρια της λίμνης Ξυνιάδας πωλούνταν στους Σοφάδες, στο Δομοκό, στο Λιανοκλάδι και τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας, ως και το Καρπενήσι. Αργότερα με το τρένο, έστελναν ψάρια στην Λιβαδειά και την Αθήνα. Οι κερατζήδες (ιχθυοπώλες) μοσχοπουλούσαν τα ψάρια και γύριζαν στα σπίτια τους με αρκετά κέρδη. Οι ψαράδες πλήρωναν φόρο στο Δημόσιο για τα ψάρια που πουλούσαν.

Ο φόρος έφτανε τα 25-30% επί της αξίας των ψαριών που πωλούνταν. Γι’ αυτό είχε υπαλλήλους που εισέπρατταν τους φόρους και άλλους που φύλαγαν τη λίμνη από τη λαθραλιεία καθώς και υπάλληλο επόπτη. Τα χειρόγραφα «Πρακτικά του Δήμου Λαμιέ­ων» του έτους 1862, αλλά και αργότερα, μαρτυρούν ότι η Τουρκία (η λίμνη βρισκόταν τότε εντός της Τουρκικής επικράτειας) επέτρεπε την εξαγωγή ψαριών προς την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν οι κάτοικοι των χω­ριών που ήταν γύρω απ' τη λίμνη, εξήγαγαν ψάρια στην ελεύθερη τότε Ελλάδα και τα πωλούσαν στην αγορά της Λαμίας. Στα «Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου» του Δήμου Λαμιέων του έ­τους 1862 δημοσιεύεται «Πίναξ διατιμήσεως των πρός τοπικήν κατανάλω­σιν εισαγομένων εμπορευμάτων και ζώων δια το έτος 1862»: «Τα εισαγόμε­να είδη ανέρχονται στα «156», ανάμεσα στα οποία είναι: «οψάρια της λίμνης Δαουκλής» με αγοραία τιμή 50 λεπτά κατά οκάν και 1 λεπτό ο δημοτι­κός φόρος και «Όμοια» (= δηλ. ψάρια), άλλα της οικογένειας «γλύνια» και «χανιά» με αγοραία τιμή 75 λεπτά κατά οκάν και 1,5 λεπτό ο δημοτικός φόρος. Όλα αυτά μαρτυρούν χωρίς καμιά αμφιβολία ότι δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη η συμβολή της λίμνης της Ξυνιάδος στην οικονομική ανά­πτυξη της περιοχής. Αλλά και μετά την αποξήρανσή της συνέβαλε και συμβάλλει ακόμη στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και ενισχύει την εθνική μας οικονομία. Τα ψάρια παλαιότερα, και σήμερα το γόνιμο έδαφος της λίμνης επέλυσαν το βιοποριστικό πρόβλημα των κατοίκων της περιοχής, διότι πολλοί ακτήμονες αποκαταστάθηκαν και μεγάλες ποσότητες δημητριακών και άλλων προϊόντων παράγονται», (Δημ. Θ. Νάτσιος «Η συμβολή της λίμνης Ξυνιάδος στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής κατά το 18ο & 19ο αι.»).


Χάρτης της περιοχής Δομοκού με τη λίμνη, στα τέλη του 19ου αιώνα


Tο ιστορικό αποξήρανσης της λίμνης Ξυνιάδας

Οι λόγοι που επέβαλαν την αποξήρανση της λίμνης ήταν η υγεία των παραλιμνίων κατοίκων που μαστίζονταν από την ελονοσία, η προστασία των εδαφών της θεσσαλικής πεδιάδας από τις χειμερινές πλημμύρες στην περιοχή των Σοφάδων, αλλά και η αποκάλυψη νέων καλλιεργήσιμων εκτάσεων γαιών με σκοπό την παραχώρησή τους στους ακτήμονες αλλά και στους ψαράδες που θα έχαναν τη δουλειά τους. Όπως αναφέρει το έτος 1937 ο Γεώργιος Δημητρούλας: «από του 1926 εσχηματίσθη και ανέλαβεν την αποξήρανσιν αυτής η εταιρία Κατζούχ, πλην όμως δυστυχώς κατεσπατάλησε τα κεφάλαια αυτής και μόλις προ τριμήνου κατόρθωσε να κάμει έναρξιν εργασιών αυτής, επιτυχούσα μακροπρόθεσμον δάνειον παρά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος».

Η έναρξη των αποξηραντικών έργων έγινε τελικά στις 10 Δεκεμβρίου 1936. Τα έργα όμως επιβραδύνθηκαν λόγω του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της περιόδου κατοχής αλλά και του εμφυλίου, κατά τη διάρκεια του οποίου  η «Γεωργική Εταιρία ΞΥΝΙΑΣ Α.Ε.» ως διάδοχος της αρχικώς αναδόχου εταιρίας «Λ. ΚΑΝΖΟΥΧ & Σία», συνέχιζε την εκτέλεση του έργων.

Υπέστη τότε ολοκληρωτική καταστροφή των εγκαταστάσεών της, των μηχανημάτων, αλλά και των γεωργικών της εργαλείων αλλά ξανάρχισε τις εργασίες της το 1950 και επανόρθωσε τις ζημιές και καταστροφές που είχαν προκληθεί χωρίς να τύχει καμιάς κρατικής αποζημίωσης ή ενίσχυσης. Η αρχική μελέτη της αποξήρανσης το 1934, προέβλεπε την ύπαρξη μικρού ταμιευτήρα νερού, περί τα 5000-7000 στρέμματα, ο οποίος θα βοηθούσε στην πλήρωση του υδροφόρου ορίζοντα και θα παρείχε την απαιτούμενη ποσότητα νερού για την άρδευση της έκτασης που προοριζόταν για καλλιέργειες αλλά και για τη διατήρηση της υδρογεωλογικής ισορροπίας. Επίσης η μικρή αυτή λίμνη θα χρησίμευε ως πρότυπο ιχθυοτροφείο, (Γ. Δημητρούλας, 1937).

Τελικά η πίεση για περισσότερες εκτάσεις προς διανομή στους ακτήμονες, οδήγησε στην ολοκληρωτική αποξήρανση με ολέθρια τελικά αποτελέσματα, αλλά και τεράστια δυσκολία στην επανασύσταση της Λίμνης. Η γεωργική εκμετάλλευση των εδαφών που αποκαλύφθηκαν άρχισε το 1953 και τα στραγγιστικά έργα τελείωσαν το 1972.

Στη διήγηση του Κώστα Σακελαρίου από την Ομβριακή (γεν. 1912), γίνεται φανερή η πίεση που ασκήθηκε στους ντόπιους κατοίκους να υπογράψουν: «…το 1931-32 είχαν άμεση ανάγκη για σιτάρι και καλαμπόκι (άρα και για καλλιεργήσιμες εκτάσεις) οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας που τότε δεν υπήρχε ψωμί και υπέγραψαν για την αποξήρανση της λίμνης… Τους έλεγε τότε η πολιτική προπαγάνδα να υπογράψουν για την αποξήρανση και μετά θα τους έδιναν από 40 με 50 στρέμματα χωράφια για το ψωμί τους σαν ψαράδες και σαν κυρατζίδες (αυτοί που πουλούσαν τα ψάρια στις πόλεις και κωμοπόλεις). Τελικά η αποζημίωση ήταν δέκα (10) στρ. για τους ψαράδες, τρία (3) για τους κυρατζίδες και 6-8 για συμπλήρωμα σε παλιούς γεωργούς καθώς επίσης και 18 στρ. στους ακτήμονες».

«Η αποξήρανση έλυσε προβλήματα, αλλά προκάλεσε άλλα. Οι χειμώνες έγιναν δριμύτεροι και τα καλοκαίρια θερμότερα. Φτώχυνε το τοπίο. Εξαφανίσθηκαν, βεβαίως, τα ψάρια. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι έπεσε πολύ η στάθμη των υπόγειων υδροφορέων και σήμερα το μέλλον των καλλιεργειών είναι αβέβαιο», σημειώνει σε παλαιότερη δημοσίευσή του το Ε.Κ.Β.Υ. (τεύχος 46 του περιοδικού «Αμφίβιον»).

Ο Θεόδωρος Καρατζάς αναφέρει στο βιβλίο του το 1962, πως το σοβαρότερο έργο του οροπεδίου Δομοκού ήταν η «εκβάθυνση της κεντρικής αποχετευτικής τάφρου της αποξηρανθείσης λίμνης Ξυνιάδος» ώστε να περιοριστούν τα πλημμυρικά φαινόμενα στις καλλιέργειες, που ζημίωναν τότε σοβαρά τους παραγωγούς. Επισημαίνει επίσης, με αφορμή την κατασκευή το 1958 της πρώτης τεχνητής λίμνης στην περιοχή, εκείνη της Ξυνιάδας με έκταση 70.000 m2, την χρησιμότητα κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων στο Μακρολίβαδο, την Εκκάρα, το Περιβόλι, τον Άγιο Γεώργιο και το Πουρνάρι, κάτι που θα καθιστούσε δυνατή την συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων κυβικών νερού που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άρδευση ή και ύδρευση ολόκληρης της περιοχής Δομοκού.

Σήμερα έχουν προχωρήσει προς υλοποίηση ταμιευτήρες νερού στο Περιβόλι, το Νέο Μοναστήρι και το Νεοχώρι Δομοκού. Στο «Ιστορικό αποξήρανσης της Λίμνης Ξυνιάδας» του Κώστα Γαλλή όπως δημοσιεύθηκε στη «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», τ. 30, Σεπτ. 2001, διαβάζουμε: «Μετά την σύσταση του πρώτου ελληνι­κού κράτους το 1832 που έφθανε μέχρι την Όθρη, έγιναν σκέψεις για την αποξήρανση λιμνών και ελών για την αύξηση των καλ­λιεργήσιμων εκτάσεων. Το 1852 έγινε νόμος για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και το 1887 έγινε η πρώτη μελέτη από Γάλλο αρχιμηχανικό για την αποξήρανση της λίμνης Ξυνιάδος.

Τελικά το 1917 ανατέθηκε στον μηχανικό Κλεώνυμο Στυλιανίδη μελέτη για την αποξήρανση. Οι λόγοι της αποξή­ρανσης ήταν η αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών με νέα εύφορα εδάφη, η προστασία από τις πλημμύρες καλλιεργήσιμων χωρα­φιών στην Θεσσαλία και η απαλλαγή της περιοχής από την μάστιγα της ελονοσίας. Με την απόφαση αυτή είχε συμφωνήσει τότε και η πλειονότητα των κατοίκων. Ο Στυλιανίδης πρότεινε τον συνδυασμό αποξήρανση με δημιουργία υδροηλεκτρικού έργου στην Αγόριανη (Εκκάρα).

Η πλωτή βαθυκόρος (εξσκαφέας, φαγάνα) το πλωτό μηχάνημα που 

χρησιμοποιήθηκε στην εκβάθυνση και καθαρισμό του Κεντρικού Χάνδακα.

Η μελέτη προέβλεπε αποξήρανση κατά τα 2/3 και δημιουργία στο υπόλοιπο 1/3 υπαίθριας δεξα­μενής στο δυτικό άκρο που θα τροφοδοτού­σε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο που θα γινόταν στην Εκκάρα. Η Τράπεζα Βιομηχα­νίας για λογαριασμό της οποίας έγινε η μελέτη, σχεδίαζε την δημιουργία και άλλων παραγωγικών μονάδων, όπως εργοστάσιο χαρτοποιίας, ψυγείων κ.λπ. Η μελέτη αυτή δεν έγινε δεκτή από την βουλή. Τελικά στις 24 Δεκεμβρίου 1925 επικυ­ρώθηκε με προεδρικό διάταγμα η σύμβαση που υπογράφηκε για την αποξήρανση της λίμνης, μεταξύ της ελληνικής Κυβέρνησης και της εταιρίας Κανζούχ.

Η σύμβαση αυτή δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Τ. Α. φύλλο 6 της 08-01-1926. Η σύμ­βαση προέβλεπε ότι θα χορηγηθεί στην ανά­δοχο εταιρία η απόλυτη κυριότητα, νομή και κατοχή του 85% της έκτασης που θα αποξηραινόταν και το 15% θα περιέρχονταν στο Δημόσιο. Επί πλέον στον ανάδοχο παραχω­ρούνταν η χρήση των υδάτων προς άρδευ­ση και χρησιμοποίηση υδραυλικών πτώσεων κ.λπ. Ο ανάδοχος ήταν υποχρεωμένος σ' ένα χρόνο να εκπονήσει σύμβαση εκτέλε­σης έργων που θα πρόβλεπε αποπεράτωση σε 3 χρόνια από την έγκριση της μελέτης.

Η σύμβαση αυτή υπογράφηκε από την δικτατορική κυβέρνηση Πάγκαλου και αμέ­σως μετά την πτώση της δικτατορίας, πολ­λά μέλη του κοινοβουλίου με προεξάρχο­ντες τους τοπικούς βουλευτές, αρκετούς κατοίκους της περιοχής καθώς και επαγ­γελματίες και εμπόρους Δομοκού, τάχθηκαν εναντίον, θεωρώντας ότι η σύμβαση περιείχε πολλούς χαριστικούς όρους. 

Το 1927 ιδρύθηκε από αγρότες των η παραλιμνίων χωριών ο Γεωργικός Συνεταιρισμός Ξυνιάδος με σκοπό την ανάληψη των έργων και την εκμετάλλευση της γης. Πρόεδρος στην 1η Γενική Συνέλευση στις 08-01-1928 εκλέχτηκε ο δάσκαλος από την Ομβριακή Δημήτριος Δούμας. Αμέσως μετά την εκλογή το Δ. Σ. πήγε στην Αθήνα και συνάντησε αρμόδιους παράγοντες με αίτημα την ανάθεση των έργων στον Συνεταιρισμό.

Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και οι κάτοικοι ήταν διχασμένοι όπως και ο πολιτικός κόσμος. Στο αρχείο του γράφοντος υπάρχει και χειρόγραφη επιστολή  της 27 Ιουνίου 1928 του προέδρου Δ. Δούμα  από την Αθήνα, προς τους Γ. Γαλλή, Αρισ. Γρηγορίου και Ν. Παπαγεωργίου, που αναφέρεται στις ενέργειες του και συναντήσεις με πολιτικούς της ελληνικής Βουλής αναφορικά με την ματαίωση της ανάθεσης αποξήρανσης στην εταιρία Κανζούχ. Μετά από πολλές τροποποιήσεις και βελτιώσεις υπέρ του Δημοσίου, το 85% μειώθηκε στο μισό και από 31.000 στέμματα παραχωρήθηκαν στον ανάδοχο 14.250 στρέμματα. Καταργήθηκαν επίσης και άλλα προνόμια και ο ανάδοχος ήταν υποχρεωμένος να κατασκευάσει μία ή περισσότερες τεχνικές δεξαμενές έκτασης 9.350 στρεμμά­των, που δεν κατασκεύασε βεβαίως ποτέ. Στις τροποποιήσεις προβλεπόταν και η απο­ζημίωση των επαγγελματιών αλιέων μέχρι 20 στρέμματα ανά αλιέα. Το νομοσχέδιο 4194 ψηφίστηκε στην Γερουσία και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 229 της 12-07-1929.

Αμέσως μετά, ιδρύθηκε η ετερόρρυθμος εταιρία «Λ. Καν­ζούχ και ΣΙΑ Επιχειρήσεις Ξυνιάδος» και της μεταβιβάστηκαν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και η εταιρία αναζητούσε χρη­ματοδότες. Πρώτη η Εθνική Τράπεζα προσέ­φερε δάνειο και στις 14-6-1931 ορίστηκε η τελετή εγκαινίων στο τόπο που τα μηχανή­ματα θα έκαναν τα σκαψίματα κοντά στην σιδηροδρομική γραμμή.

Ειδικό τραίνο με επι­σήμους τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και τον υφυπουργό Οικονομικών ναυλώθηκε από το Λιανοκλάδι. Στην τελετή παρέστησαν και οι βουλευτές της περιοχής Μαλαμίδας και Δροσόπουλος καθώς και ο Δήμαρχος Λαμίας Πλατής. Μετά τον αγιασμό παρατέθηκε γεύμα στην περιοχή Παναγιάς.

Επειδή η εταιρία ούτε τα κεφάλαια ούτε τις τεχνικές γνώσεις διέθετε για να ολοκλη­ρώσει το έργο, κηρύχθηκε έκπτωτη. Μετά από διαπραγματεύσεις με την Ε.Τ.Ε. της χορηγήθηκε δάνειο με υποθήκη τα κτήματα που θα έπαιρνε μετά την αποξήρανση. Τελικά το Φθινόπωρο του 1936 ξεκίνησαν οι εργασίες, αφού έγιναν οι αναγκαίες εγκαταστάσεις κοντά στον σταθμό Αγγείων στα λεγόμενα «έργα» και προσλήφθηκε το αναγκαίο προ­σωπικό, γύρω στα 200 άτομα.

Οι εργασίες προχωρούσαν αργά λόγω έλλειψης μηχανημάτων και μη έγκαιρης χρη­ματοδότησης. Τελικά κατασκευάσθηκε βυθοκόρος (φαγάνα) στον Πειραιά, η οποία είχε την δυνατότητα να σκάβει μέχρι 9 μέτρα μέσα στο νερό και πήρε το όνομα «Ξυνιάς». Τον Ιούλιο του 1939 η βυθοκόρος άρχισε το σκάψιμο έξω από την λίμνη κοντά στην γέ­φυρα του Ντεκωβίλ και προχωρούσε προς την λίμνη με γοργούς ρυθμούς. Εν τω μεταξύ ιδρύθηκε νέα γεωργική εταιρία «Ξυνιάς Α.Ε.» με κύριο μέτοχο την Εθνική Τρά­πεζα και διευθυντή τον Ευαγ. Λυκούρη.

Οι εργασίες διακόπηκαν τον Οκτώβριο του 1940 λόγω κήρυξης του πολέμου με την Ιταλία και στράτευσης μέρους του προσωπικού της. Αμέσως μετά την λήξη του πολέμου και στην διάρκεια της κατοχής, συνεχίστηκαν οι εργασίες, οι οποίες αποπερατώθηκαν στο τέλος του καλοκαιριού του 1942 οπότε, σιγά-σιγά αποτραβήχτηκαν τα νερά από την τάφρο αποχέτευσης, που εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί, προς τον Πενταμύλη.

Όλοι διηγούνται ότι στο διάστημα αυτό σμήνη χιλιάδων ψαροπουλιών μαζεύτηκαν πάνω από την λίμνη και κατά μήκος της τάφρου για να γευθούν τα αμέτρητα ψάρια που προσφέρονταν για τροφή. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό και άκρως συγκινητικό. Η τεχνική εξέλιξη όμως έκανε πάλι το θαύμα της. Η λίμνη Ξυνιάδος, αυτό το θαυ­μάσιο δημιούργημα της φύσης, αυτή η απα­ράμιλλη ομορφιά των χιλιάδων χρόνων, έπαυσε να υπάρχει.

Η λίμνη Ξυνιάδος, ο θησαυρός της επαρχίας μας χάθηκε για πάντα. Ας ελπίσουμε ότι οι σκέψεις για επα­ναδημιουργία ενός τμήματος της λίμνης θα αποδώσουν, για να χαρίσουν στις νέες γε­νιές την αφάνταστη μαγεία και τον εμπλου­τισμό του υδροφόρου ορίζοντα. Η εταιρία Κανζούχ και ΣΙΑ καλλιεργού­σε από το 1942 όσα κτήματα είχαν απο­στραγγιστεί από τα νερά. Προσωρινή διανο­μή των κτημάτων έγινε το 1953 και οριστικά το 1958.

Τελικά στην Ομβριακή παραχωρή­θηκαν 4000 στρέμματα. Η διανομή δεν περιλάμβανε μόνο τα παραλίμνια χωριά, παρά 14 κοινότητες της επαρχίας Δομοκού, 11 της δυτικής Φθιώτιδας (Ασβέστης, Γιαννιτσού, Λιτόσιλο, Ροβολιάρι κ.λπ.) 2 του νομού Καρδίτσας (Μακρυρράχη και Κτημένη) και 1 της Ευρυτανίας (Μαυρόλογγος). Στους ακτήμονες παραχωρήθηκαν από 4 στρέμματα και άνω ανάλογα με τον αριθμό των μελών, στους αλιείς 10 στρέμματα και στους κιρατζήδες 3 στρέμματα.

Οι περισσό­τεροι ακτήμονες των ορεινών χωριών, ασυ­νήθιστοι από τις συνθήκες εργασίες στον κάμπο, γρήγορα πούλησαν τα κτήματα τους στους παραλίμνιους κατοίκους». 

Η αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδας σήμερα


Συλλογή τεύτλων στην αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδα (1970)

Ο πυθμένας της λίμνης καλλιεργείται σήμερα κυρίως με αρδευόμενες ανοιξιάτικες καλλιέργειες (ζαχαρότευτλα, αραβόσιτο, βιομηχανική τομάτα κλπ) καλλιέργειες οι οποίες έδωσαν, ομολογουμένως, τα προηγούμενα χρόνια, μια μοναδική πηγή πλούτου για τους αγρότες-καλλιεργητές της περιοχής.

Όμως η υπερεκμετάλευση, η αλόγιστη πολλές φορές χρήση φυτοφαρμάκων, χημικών λιπασμάτων και μια σειρά από διάφορους άλλους παράγοντες, κατέστησαν υποπαραγωγικά, τα υπεργόνιμα στην αρχή, εδάφη που αποκαλύφθηκαν από την αποξήρανση. Ο πυθμένας όμως της λίμνης έχει επιβαρυνθεί ήδη αρκετά από χημικά απόβλητα της γεωργικής καλλιέργειας.

Από την εργασία για την διερεύνηση της ποιότητας των υδάτων της λίμνης Σμοκόβου του κ. Κων/νου Ρόπη διαβάζουμε: «Οι συνήθεις ρύποι που μπορούν να επιβαρύνουν την ποιότητα των υδάτων ενός ταμιευτήρα αυτού του είδους προέρχονται από τις χρήσεις γης στην λεκάνη απορροής του. Η λεκάνη απορροής της λίμνης Σμοκόβου βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στον Ν. Καρδίτσας, όπου οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ συμπεριλαμβάνει και ένα τμήμα της πεδιάδας του Δομοκού. Η συγκεκριμένη πεδιάδα προέρχεται από την αποξήρανση της λίμνης Ξυνιάδος και σήμερα καλλιεργείται από τους κατοίκους της περιοχής. Το μεγαλύτερο βέβαια μέρος της λεκάνης απορροής καλύπτεται από δάση και βοσκότοπους. Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οι βασικότεροι ρύποι προέρχονται από αστικά, γεωργικά και κτηνοτροφικά απόβλητα. Τα συγκεκριμένα απόβλητα περιέχουν σημαντικά φορτία αζώτου (είτε στην αμμωνιακή, είτε στην οξειδωμένη του μορφή) και φωσφόρου...».

Η μείωση πλέον της απόδοσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων του παλιού πυθμένα της λίμνης, η πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες καθιστούν ως μόνο άξονα ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής την πλήρη αποκατάσταση της λίμνης Ξυνιάδος. Για το σκοπό αυτό ο Δήμος Ξυνιάδος με την Νομαρχία Φθιώτιδος ως φορέα υλοποίησης και το «Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-υγροτόπων» πραγματοποίησαν το 2009, μελέτη σχετική με την αποκατάσταση της λίμνης, με τίτλο «Μελέτη Σκοπιμότητας για την Επανασύσταση της τέως λίμνης Ξυνιάδος».

Σύμφωνα με την προγραμματική σύμβαση, προτείνονται τρεις λύσεις αποκατάστασης της λίμνης:

Στην πρώτη λύση προβλέπεται αποκατάσταση της λίμνης στην έκταση 26.000 στρεμμάτων με αξιοποίηση των υδάτων ολόκληρης της λεκάνης, πλην του ρέματος Μπουγαζίου.

Στη δεύτερη, αποκ

ατάσταση της λίμνης με τη κατασκευή αναχώματος για τη δημιουργία μιας προλίμνης, αρχικά στην έκταση των 11.500 στρεμμάτων και τη σταδιακή επέκτασή της στην έκταση των 26.000 στρεμμάτων.

Στην τρίτη λύση, προτείνεται η αποκατάσταση της έκτασης των 26.000 στεμμάτων με εκβάθυνση ενός μέτρου των 4.000 περίπου στεμμάτων.

Η προσπάθεια για την επαναδημιουργία της λίμνης Ξυνιάδας, είναι ένα όνειρο ζωής για πολλούς από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, ώστε να αποκατασταθεί ίσως μια αδικία του παρελθόντος  προς τη φύση, που τόση ανάγκη την έχουμε σήμερα.

Η λίμνη Ξυνιάδα, ένα μοναδικό, θαυμαστό στολίδι της φύσης, με τα φανταστικά πρασινογάλανα νερά, την εξαίρετη ομορφιά, τον πλούτο και τους θησαυρούς της, έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη σ’ όσους είχαν την ευδαιμονία να την αντικρίσουν κάποτε κι αποτελεί μια γλυκιά νοσταλγία, σ’ όλους εμάς που είχαμε την τύχη ν’ ακούσουμε τουλάχιστον για το Γιαλό, όπως την έλεγαν οι ντόπιοι, από «πρώτο χέρι», απ’ ανθρώπους που την έζησαν, κι ίσως τη λάτρεψαν.


  Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com