Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Η κυριαρχία του ανθρώπου και το πρόβλημα της γης

(Η ανάπτυξη που «στένεψε» τη γη…)



«Ξόδεψα το ψωμί σου, γιε μου,
μόλυνα τον αγέρα σου,
έριξα την ψυχή σου
βορά σε κείνα τα θεριά,
τους φίλους σου
και την κατασπαράξανε.
Ανάλωσα το μέλλον σου
μέχρι ρανίδας, γιε μου
και ούτε καν σε ρώτησα
και σ’ έκανα κουφάρι,
πιστή εικόνα και ομοίωσή μου.

Τι με κοιτάς πια, τώρα, γιε μου;
Εκτέλεσέ με εν ψυχρώ».

(«Εκτέλεση», Θανάσης Φροντιστής)

H κυριαρχία πάνω στη φύση, η εκμεταλλευτική λογική στη γη, αποτελεί μια ολοκληρωτική στάση ζωής του ανθρώπου, που τον μεταμορφώνει υπαρκτικά οδηγώντας τον στην αποσκλήρυνσή του. Η νοοτροπία της κυριαρχίας διαχέεται κι επικρατεί σε όλα τα επίπεδα ζωής, έτσι που ανεπαίσθητα και χωρίς συνείδηση της κατάστασης −άλλες φορές όμως με πλήρη αντίληψη και συνειδητά!−, οδηγείται ο άνθρωπος στην κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο. Η έννοια της κυριαρχίας διαποτίζει τη ζωή και την καταδυναστεύει, διατηρούμενη μολαταύτα, σχεδόν αυτοκτονικά, ως συνθήκη του ζην. Με την ανθρώπινη κυριαρχία τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης του νοήματος της ίδιας της ανθρωπότητας λόγω αμφισβήτησης της συνέχειάς της από τις ενέργειες του ανθρώπου! Είναι δε η κυριαρχία ακατάπαυστη, απεριόριστη, απαιτητική κι επεκτατική. Λειτουργώντας αυτή στα πλαίσια της νεο-δημοκρατίας, σύμφωνα με το καπιταλιστικό σύστημα ζωής, δεν έχει αντιστάσεις στην άσκησή της, παρά μόνον ηθικούς περιορισμούς˙ οι οποίοι μάλιστα παραβλέπονται ή τέλος πάντων δε γίνονται αποδεκτοί στο σύγχρονο ζην. Η ηθική αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα του ανθρώπου στην κυριαρχία του, αφού τον αυτοπεριορίζει, συνιστώντας την άμυνά του στο πάθος του (υποβόσκον ή εκφρασμένο) για εξουσίαση κι εκμετάλλευση του κόσμου του.

Η κυριαρχία ασκούμενη με τους κανόνες της οικονομίας, όπως ο καπιταλισμός τη θέλει, ζητά συνεχώς πόρους και φύση να καταναλώνεται, καθώς δεν υπάρχει ο, κατά τον Ρουσσώ, «θεμελιώδης νόμος», αυτός που επιβάλλεται στον ανώτατο άρχοντα (τον εκπρόσωπο του λαού στην περίπτωση της δημοκρατίας), ώστε να τον περιορίζει και να μην ημπορεί να τον αλλάξει. Με τον «θεμελιώδη νόμο», που είναι κατά βάσιν η έκφραση της ηθικής στο νομικό πεδίο, ο ανώτατος άρχοντας θέτει τ’ όριο στον εαυτό του, που δεν ημπορεί να παραβεί, και που είναι όριο για την κοινωνία, ώστε η ίδια ν’ αυτοπροστατεύεται. Η δημοκρατία όμως δε θέλησε να υπάρχει τέτοιος νόμος, διότι, όπως ερμηνεύτηκε, αποστερείται έτσι η κοινωνία από μερίδιο της ελευθερίας της. Καθίσταται μετά τούτων η κυριαρχία, με τη δυνατότητα που της δίδεται, της απόλυτης έκφρασης του ανθρώπου στο πεδίο της ζωής, καταδυναστευτική για την κοινωνία και για τον ίδιο τον άνθρωπο που την ασκεί (έστω και δυνητικά), αφού καταπιέζεται από την κυριαρχία του ανθρώπου στο σύστημα. Η εν λόγω κυριαρχία μετατρέπεται σε κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο, κι επομένως στο σύστημά του, στο σύστημα της ζωής, λόγω της αδικίας και της έλλειψης δικαιοσύνης που υπάρχει, καθώς και σε απαίτηση για δουλική εξυπηρέτηση της ιδέας της κυριαρχίας από την κοινωνία (στα πλαίσια έκφρασης του όλου στη δημοκρατία!) Διαμορφώνεται με τον τρόπο αυτό στρέβλωση της δημοκρατίας, αφού αυτή μεταπίπτει από υπόθεση των πολιτών σε τυραννία των πολλών, προκύπτουσα η τελευταία από την έκφραση της κυριαρχίας του ανθρώπου στο σύστημα της ζωής του.

Η διάσπαση της φυσικής ενότητας με την κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση, καταλύει τη φυσική δικαιοσύνη του κόσμου και η κυριαρχία εκφράζεται ως αδικία απέναντι στη γη αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο. Οι διακρίσεις στο φυσικό σύστημα και την κοινωνία είναι απόρροια της νοοτροπίας κυριαρχίας του ανθρώπου. Ο Αντιφώντας, τα είπε αυτά, ξαφνιάζοντας με την προχωρημένη για την εποχή του σκέψη, με τα εξής λόγια: «Γιατί όλοι είμαστε σε όλα όμοιοι από τη φύση μας και βάρβαροι και Έλληνες». Νωρίτερα τα ίδια έλεγε ο τύραννος Ιππίας, που δίδασκε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους όμοιοι μεταξύ τους, γιατί το όμοιο είναι από τη φύση του συγγενικό με το όμοιο και τείνει προς αυτό. Τόσον ο ολιγαρχικός Αντιφώντας, όσον και ο τύραννος Ιππίας εξέφρασαν μια ριζοσπαστική θέση για την εποχή τους, που δε μπορούσε να σταθεί στη δημοκρατική Αθήνα, αφού στρέφονταν κατά των νόμων που οι δημοκρατικοί προήγαγαν, δεχόμενοι ότι οι νόμοι εξαναγκάζουν τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα εχθρικά στη φύση, γινόμενοι κυριαρχικοί σε αυτήν, αλλά και στους ανθρώπους, αναφερόμενοι στον τρόπο που οι δημοκρατικοί Αθηναίοι φέρονται στους μη ελεύθερους πολίτες της πόλης. Οι νόμοι, κατ’ αυτούς, αφενός εξαναγκάζουν τους ανθρώπους στο να προβαίνουν σε πράξεις (ή παραλείψεις πράξεων) ενάντιες στη φύση, αφετέρου προσφέρονται ως αντάλλαγμα της παραίτησης των ανθρώπων από τα δικαιώματά τους (μια θέση που δεν απέχει πολύ από τη βασική αντίληψη του αναρχισμού).

Τυφλή έκφραση της κυριαρχίας του ανθρώπου λοιπόν, και πρωταρχική σ’ ό,τι αφορά στη διαμόρφωση της αντίληψης για τον άνθρωπο, είναι η κυριαρχία του στη φύση. Η ενδυνάμωσή της και η μεγέθυνσή της πάνω στο φυσικό αντικείμενο οδηγεί στο ξεπέρασμα των ορίων αντοχής του, στο βαθμό που να μην ημπορεί πλέον ως φυσικό σύστημα ν’ ανεχθεί το βαθμό της εκμετάλλευσής του και ν’ αναπεξέλθει λειτουργικά. Η «αντίδραση» της φύσης, που από τον κυρίαρχο άνθρωπο προβάλλεται ως έκφραση της εσώτατης δύναμής της και θεωρείται «εκδίκηση» (βλέποντας ακόμα και σε αυτή την υστάτη στιγμή τη φύση ως αντίπαλο!), δεν αποτελεί άλλο τι παρά έκφραση της αρνητικής κατάστασής της στην οποία την επέβαλλε ο άνθρωπος, καθιστώντάς την δεινή και καταρρέουσα˙ είναι ο ρόχθος της γης!..

Η ιδέα του κυρίαρχου και ταυτόχρονα ευάλωτου ανθρώπου (λόγω της αντίδρασης του φυσικού συστήματος στην ανθρώπινη «επιβολή», η οποία εκδηλώνεται με αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία, αλλά και γενικότερα για το σύστημα της ζωής) πρέπει ν’ αλλάξει, προκειμένου άνθρωπος και φύση να συμπορευτούν σε μια κατάσταση αρμονίας στη γη. Η επιστήμη ενίσχυσε το «εγώ» του ανθρώπου, τ’ οποίο καλλιεργήθηκε από την υποκειμενικότητά του, που ήταν υπερβολική στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει στο όλον, να ιδιαιτεροποιηθεί στο φυσικό σύστημα, κυριαρχώντας. Το «εγώ» όμως, δημιουργεί την ανάγκη για μια δίχως όρια (αυτο)επιβεβαίωση του ανθρώπου, χρησιμοποιώντας εργαλειακά τη φύση κι εκμεταλλευτικά τους φυσικούς πόρους στη γη για το σκοπό αυτό, επιζητώντας τη μεγαλύτερη κυριαρχία στο πράγμα. Έτσι, η εσωτερική φύση του ανθρώπου τον «σπρώχνει» σ’ ένα συνεχή πόλεμο με την εξωτερική φύση, πάνω στην ιδέα της κυριαρχίας επί αυτής –είναι η εμφύλια αντίδραση στις φύσεις της ανθρωπότητας που οδηγούν στην κατάπτωσή της!

Επειδή όμως οι φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου είναι συγκεκριμένες κι οπωσδήποτε δε μπορούν να συγκριθούν με της φύσης, χρησιμοποιεί ο άνθρωπος τη νόηση εφευρίσκοντας τρόπους και μέσα κυριαρχίας του επί των φυσικών δυνάμεων. Η ιδέα του κυρίαρχου ανθρώπου διαμορφώνει τον τρόπο του ποιείν στη γη, μια ιδέα που βασίζεται στο διακύβευμα της υλικής ευημερίας, που πραγματώνεται διά της επιστήμης, εκφραζόμενη με την καινοτομία και την τεχνολογία. Αποτελεί στους σήμερους καιρούς ιδέα βεβαία και μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης κι αντίρρησης, έτσι που η έτερη άποψη, για λιγότερη ύλη και σεβαστική αντιμετώπιση του φυσικού δημιουργήματος, να φαντάζει ανυπόστατη και παράλογη! Ο άνθρωπος εκφράζει με τον τρόπο που λειτουργεί την ανωτερότητά του στο φυσικό σύστημα ως ον με νόηση, αντίς να χρησιμοποιεί τη νόησή του για την ορθή κι ευγενή παρουσία του σε αυτό.

Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον χαρακτηρίζεται από δημιουργική δύναμη, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της διάνοιάς του˙ κάτι που δε συμβαίνει με τ’ άλλα όντα του πλανήτη. Η δημιουργική του αυτή δύναμη έπρεπε κανονικά να καθοδηγείται από ορθολογικότητα, βάσει των σκοπών που τίθενται για την ορθή λειτουργία του συστήματος της ζωής, οι οποίοι σκοποί προκύπτουν από τις αυθεντικές και πραγματικές ανάγκες λειτουργίας του. Μολαταύτα, διαπιστώνουμε ότι η ανορθολογικότητα κυριαρχεί, ως παρά φύσιν ενέργεια του ζην, ως παρέκκλιση από την ορθότητα. Έτσι βλέπουμε ότι οι περισσότερες ενέργειες του ανθρώπου κατευθύνονται από τις συνήθειές του ή από την τάση του εγώ του, κι όχι από τις ορθολογικές και κριτικές γνώσεις του. Η κατάσταση αυτή διαμορφώνει τη γενική αλλοτρίωση του ανθρώπου στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Παρά, δε, το γεγονός ότι γνωρίζει ο άνθρωπος πως αυτό που πράττει αντιφάσκει στις γνώσεις του, που (έπρεπε να) αποτελούν το γενικό κανόνα ζωής, συνιστώντας τις κοινωνικές του αξίες που θα τον επέτρεπαν να λειτουργεί κατά τον θεμιτό τρόπο, εντούτοις ενεργεί ενάντια ή κατά παρέκκλιση της ορθότητας. Έχει επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του, μα μολαταύτα ενεργεί ενάντια στον εαυτό του, αρνητικά στο σύστημα της ζωής, οδηγώντας το σε κατάρρευση.

Η ανορθολογικότητα του ανθρώπου σήμερα αποτελεί τον κανόνα του ζην, που συνιστά αντινομία στο ζην, προκύπτουσα από τη μη βαθύτερη κοινωνική θεώρηση της ορθότητας του ζην. Ο άνθρωπος, όσο δε λειτουργεί ως άνθρωπος στα πλαίσια του κοινωνείν, αλλά ως εργαλείο στη μηχανή του ανθρώπινου συστήματος, που καταπιέζει τη φύση και την καταστέλλει, παύει να ζει, αλλά επιβιώνει απροσδιόριστος. Ο τέτοιος άνθρωπος δεν είναι ανεξάρτητο, δημιουργικό, κοινωνικό, ορθολογικό ον, αλλά εξηρτημένο, τεχνοκρατικό και εντέλει παράλογο ατομικό ον, που λειτουργεί στο, δημιουργημένο από αυτόν, παρά φύσιν σύστημα του εαυτού και της ιδιοκτησίας, της ατομικής δηλαδή φύσης, εκφραζόμενης όμως –διότι, φυσικά, δεν απορρίπτεται το άτομο ως προσωπικότητα και ως δημιουργική οντότητα– διά του εγωιστικού γονιδίου, με τ’ οποίο επιδιώκεται το κέρδος ανεξαρτήτως εάν εξυπηρετείται το όλον ή εάν η ενέργεια πραγματοποιείται σε βάρος του ενεργούντος. Η μη έκφραση όμως στην ολότητα συνιστά την ανορθολογικότητα στη λειτουργία του ανθρώπου σε σχέση με τη φύση του, στη λειτουργία του κόσμου γενικότερα, ενώ αντίθετα η έκφραση στην ολότητα αποτελεί τον απαραίτητο λειτουργικό παράγοντα για τη ζωή, και κυρίως για το «ευ» αυτής, κάτι τ’ οποίο όμως δεν υπολογίζεται μπρος στην ικανοποίηση του κέρδους γι’ ατομικό όφελος…

Με το αποκαλούμενο «Παιχνίδι του Τελεσίγραφου», που αποτελεί χαρακτηριστικό πείραμα οικονομικής συμπεριφοριστικής, δείχνεται η συμπεριφορά του ανθρώπου πράττων ως λειτουργός στο οικονομικό σύστημα, σε σχέση με την παραπάνω κατάστασή του. Αναλόγως του ρόλου του στο σύστημα, δείχνεται η αντιμετώπισή του. Σύμφωνα με το παιχνίδι αυτό, παίρνει ένας άνθρωπος 1 εκατ. ευρώ, που πρέπει να τα διανείμει στον εαυτό του και σε έναν αριθμό συνανθρώπων του, που αποτελούν τον κοινωνικό του περίγυρο. Είναι ο αποφασίζων κι έχει το δικαίωμα να τα κρατήσει όλα, να κρατήσει για τον εαυτό του το μεγαλύτερο μερίδιο, μπορεί και το μικρότερο, ή να τα μοιράσει σε ίσα μερίδια σε όλους. Οι υπόλοιποι μπορούν να δεχτούν τη μοιρασιά, όπως θα πραγματοποιηθεί από τον αποφασίζοντα, ειδεμή, αν την απορρίψουν, δε θα πάρουν τίποτα. Λειτουργώντας το εγωιστικό γονίδιο στον άνθρωπο, στρέφει τον αποφασίζοντα προς δύο κατευθύνσεις. Ή λειτουργεί αυστηρά εγωιστικά και κρατά το 99% των χρημάτων, αποδίδοντας το 1% στους άλλους, ή, σκεφτόμενος πολιτικά και για την ασφάλεια των ενεργειών στην περίπτωση που υπάρξουν αντιδράσεις, κρατά για τον εαυτό του μεγαλύτερο ποσοστό (σαφώς πάνω του 50%) και μοιράζει τα υπόλοιπα σε ίσα μερίδια.

Οι δικαιούχοι έχουν δύο επιλογές. Ή δέχονται τη μοιρασιά έστω κι αν το ξέρουν πως αδικούνται, αφού, ούτως ή άλλως παίρνουν κάποια χρήματα, ή, μην αποδεχόμενοι την αδίκευσή τους, απορρίπτουν τη μοιρασιά και δε λαμβάνουν τη χρηματική απολαβή. Τι επιλέγουν; Σκεφτόμενοι συναισθηματικά κι όχι υπολογιστικά, (κατά κανόνα) αντιδρούν, εξεγείρονται, διότι δε θέλουν ν’ αδικούνται. Η ανθρώπινη φύση τούς στρέφει σε μια τέτοια συμπεριφορά, και τούτο το έχει καταδείξει η ιστορία. Όμως ο αποφασίζων αποτελεί την ελίτ του συστήματος κι επιβάλλει τους κανόνες. Με βάση αυτούς, ο αντιδρών και ο ενάντιος στις αποφάσεις τιμωρείται. Παλαιότερα η τιμωρία ήταν σωματική (βασανιστήρια) και πειθαρχική (φυλάκιση, εξορία). Σήμερα είναι ψυχολογική και καταδυναστευτική. Απομειώνεται οικονομικά ο αντιδρών, φτωχοποιείται, συκοφαντείται, περιθωρειοποιείται, και μετά, έτσι ενδεής κι απέλπιδος, επιζητά ως ελεήμων, και μάλιστα με χειρότερους όρους ως τιμωρία για τη στάση του, τη σωτηρία από το σύστημα που πριν είχε αμφισβητήσει κι είχε εναντιωθεί στις αποφάσεις του! Δέστε τι γίνηκε στην Ελλάδα στην οικονομική κρίση του 2009-2018, τι γίνηκε στην Αργεντινή, με την πτώχευση της χώρας (μια χρόνια οικονομική κρίση, ήδη δύο δεκαετιών), τι γίνηκε στη Βενεζουέλα, που από χώρα των πετροδολαριών γίνηκε αποζητητής των βασικών καταναλωτικών αγαθών… Και, βεβαίως, το σύστημα επιβραβεύει τους καλοθελητές και υπάκουους, με θέσεις και προνόμια!.. Τελικώς, το ίδιο το σύστημα, είτε με απειλές και τιμωρίες είτε με υποσχέσεις, επιβάλλει πολιτικές και δημιουργεί σταθερές ανθρώπινες ιεραρχίες και δίκτυα μαζικής συνεργασίας, με τα οποία επιτυγχάνεται η ικανοποίηση των επιδιώξεών του στα πλαίσια των κανόνων του, που αποσκοπούν στο κέρδος του αποφασίζοντα, ή τέλος πάντων αυτών που κατέχουν το προνόμιο ν’ ασκούν εξουσία διά των αγορών.

Τελικά το ίδιο το σύστημα λειτουργίας των κοινωνιών, συναρτημένο άμεσα και καθοριστικά από την οικονομία, διαμορφώνει σχέσεις στους ανθρώπους που τους υποβάλλουν στην ανάγκη να ποιούν σύμφωνα με τις υποδηλώσεις και τις απαιτήσεις του ίδιου του συστήματος. Ο ατομικός άνθρωπος επιβάλλεται με τον κυριαρχιακό του ρόλο, τόσο στη φύση όσο και στους ανθρώπους, που κατ’ ουσίαν επικυριαρχούνται από τον δυνατότερό τους οικονομικά, ενώ σε μιαν άλλη διάσταση, το ίδιο το σύστημα διαμορφώνει πολιτικές επικράτησης απόψεων και προτιμήσεων, έτσι ωσά ο «Μεγάλος Αδελφός» να κατευθύνει τις τύχες του κόσμου! «Η λογική είναι η τρέλα των δυνατών», είχε πει ο Ιονέσκο, και τούτο επαληθεύεται ιστορικά, ως επιβολή της «λογικής του ρεαλισμού», όπως την αντιλαμβάνεται ο λειτουργών με πνεύμα οικονομολόγου ή στρατοκράτη, καθορίζοντας ως «Μεγάλος Αδελφός» τις τύχες του κόσμου.

Πόσο προφητικός κατέστη, αλήθεια, ο Τζώρτζ Όργουελ με το «1984», ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1948 (δημοσιεύτηκε στις 8 Ιουνίου 1949)! Δέστε και κάντε αναγωγή στο σήμερα, για το τι προφητεύονταν κάποτε για το μελλοντικό 1984:

Ο κόσμος της «Ωκεανίας», που είναι μία από τις 3 υπερχώρες που έχουν απομείνει το έτος 1984, διαχωρίζεται σε 3 τάξεις:

Α) Το εσωτερικό κόμμα –η άρχουσα και ευημερούσα τάξη (με ποσοστό ~1%)

Β) Το εξωτερικό κόμμα –οι υπάλληλοι του κόμματος και λοιποί εργάτες του (με ποσοστό ~20)

Γ) Το προλεταριάτο –το υπόλοιπο συντριπτικό ποσοστό του κόσμου, που ζει υπό συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης με μηδαμινή πρόσβαση σε αγαθά.

Αυτά είναι περίπου και τα ποσοστά των τάξεων τού σήμερα: Η παγκόσμια ελίτ που συσσωρεύει το μεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου είναι στο 1-2%. Τα παρακλάδια τους και όσοι έχουν πρόσβαση σε μεγαλύτερους μισθούς ως υπάλληλοί και στρατηγοί τους που αποτελούν περίπου το 20%, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των σχεδόν 7 δις του κόσμου μας ζει με τον λεγόμενο «βασικό μισθό» κι αρκείται στο να επιβιώνει για να παράγει, ενώ σε πολλές περιπτώσεις και περιοχές του κόσμου οι άνθρωποι ζουν δίχως πόσιμο νερό, φαγητό και στέγη.

Ο ήρωας μας, ο Ουίνστον Σμιθ, ανήκει στους υπαλλήλους του Κόμματος και δουλειά του είναι να παραφράζει και να παραποιεί γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στο παρελθόν, έτσι ώστε να βολεύουν τα παροντικά συμφέροντα του κόμματος.

Η νοθεία της ελεύθερης σκέψης πηγάζει από το πρόγραμμα της «γλωσσοκάθαρσης» και τη σύσταση της «Νέας Ομιλίας». Αυτό που γίνεται στην ουσία είναι η εκ νέου ερμηνεία των λέξεων ώστε η πραγματική σημασία τους να παραποιείται και να βολεύει ξανά τα συμφέροντα του κόμματος. Η γλώσσα του 1984 είναι η μόνη που αντί να εμπλουτίζεται μειώνεται, έτσι ώστε να μειωθεί η αντιληπτική και επικοινωνιακή ικανότητα του ατόμου.

Όσα προφητικά εξιστορούνται συμβαίνουν, κατά τον ένα ή άλλο τρόπο, και σήμερα, με την καθοδηγούμενη σκέψη και την αλλοίωση της προσλαβάνουσας γνώσης, κατά τρόπο που να παρέχεται ως χύδην πληροφόρηση και να δημιουργεί σύγχυση και παραπληροφόρηση. Η ανάπτυξη με βάση το κέρδος και την αποκόμιση προνομίων εξυπηρετεί συγκεκριμένες τάξεις πολιτών και λαούς, ενώ οι υπόλοιποι βιώνουν το χάος της ουτιδανότητας σε εικονικούς παραδείσους ή σε καταφύγια ζωής, ζώντας υπό το άγχος της παραγωγής και της κατανάλωσης κι εντέλει της επιβίωσης, για την εξυπηρέτηση του συστήματος. Ο πολίτης του «1984» όπως και ο σημερινός, μπορεί να μην περιορίζεται από δεσμά κι αλυσίδες αλλά η πρόσβασή του σε πληροφορίες είναι τόσο ελεγχόμενη και παραποιημένη, που υπόκειται σε συνεχή πλύση εγκεφάλου και φοράει παρωπίδες εν αγνοία του, είναι αναισθητοποιημένος παθολογικά κι αρκείται στο ν’ ακολουθεί το Σύστημα, ν’ ασπάζεται τις αρχές του και να λειτουργεί με τους κανόνες του, ενώ μισεί τους εχθρούς που αυτό του υποδεικνύει.

Ο άνθρωπος χειραγωγείται και κατευθύνεται σύμφωνα με τις δημιουργημένες ανάγκες κι επιθυμίες του, λειτουργώντας περίπου υποβλητικά και παραισθητικά σε σχέση με τα πρέπει και τα θέλω του. Τον κατευθύνει μια μηχανική συγκρότησή του αναφορικά με τα γύρω, ως αποτέλεσμα του συστημικού τρόπου λειτουργίας του. Αν και, υπό την παραπάνω οπτική, το καθεστώς λειτουργίας του ανθρώπου στο σύστημά του θα χαρακτηρίζονταν δυστοπικό, εντούτοις αυτός το προσλαμβάνει θετικά, ακριβώς επειδή υποβάλλεται στη λογική της απόλαυσης των προσφορών του και της αναγκαιότητας της σκοπιμότητάς του.

Ο άνθρωπος στον παραπάνω ρόλο του χάνεται ως αξία και προσωπικότητα, λειτουργώντας περίπου ως γρανάζι σ’ ένα σύστημα που το ίδιο λαμβάνεται ως μηχανή καλά ρολαρισμένη. Στο εν λόγω σύστημα η λειτουργικότητα του ανθρώπου προσμετράται ως παραγωγικότητα και υπολογίζεται με την παραγωγική του αξία. Τούτο το γεγονός όμως, φαίνεται να υποσκάπτει τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος της οικονομικής ανάπτυξης, που στηρίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην ελεύθερη αγορά, καθώς η απόλυτα ατομική κυριαρχία και η αυστηρά κανοναρχισμένη πορεία, στο πλαίσιο της εξάρτησης από ανάγκες κι επιθυμίες που κατευθύνουν την πράξη, την κρίση, τη σκέψη, και «υποδουλώνουν» τη λογική, αποτελούν παράγοντες που αναιρούν την ελεύθερη βούληση και πρωτοβουλία από τον ενεργητικό άνθρωπο, «ευνουχίζοντάς τον» και κάνοντάς τον να λειτουργεί ως μάζα. Μαζικοποιημένος ο ατομικός άνθρωπος, ένας ίδιος ο καθένας στο ρόλο του, αποκαθηλώνεται, καθιστάμενος ένας απλός λειτουργός του συστήματος. Φαίνεται ν’ απολαμβάνει το ρόλο του, αλλά, αλί, αυτό συνιστά φενάκη! Όλα πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιο που υποβάλλονται και σύμφωνα με τους ρόλους που ανατίθενται. Τούτο αποτελεί μιαν εσωτερική αντίφαση του ίδιου του συστήματος του καπιταλισμού, νάναι δηλαδή ο άνθρωπος προορισμένος αξιακά και μ’ ελεύθερη βούληση στο ενεργείν, μα μολαταύτα ν’ απαξιώνεται τιθέμενος υπό περιορισμό και να του αποστερείται η βούληση του πράττειν όντας δέσμιος ενάντιων κανόνων, που όμως φαίνεται να είναι ίδιον του συστήματος στη βάση της εσώτερης λειτουργίας του και να μην αποτελεί πρόβλημα, παρά συνθήκη για να υφίσταται.

Το πρόβλημα του ανθρώπου κατά τη λειτουργία του στα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης προκύπτει από το «πρόβλημα» του συστήματος να μη βλέπει τον άνθρωπο στην ανθρώπινη φύση του, αντιμετωπίζοντάς τον χειριστικά και μηχανικά, και να μην αντιμετωπίζει τη φύση ως αναγκαιότητα του ζην και ως ολότητα με τον άνθρωπο εντός, αλλά εργαλειακά κι εκμεταλλευτικά, αποδίδοντάς την στον οικονομικό σκοπό.

Η κρίση μετά τούτων του ανθρώπου δεν είναι οικονομική, όπως προβάλλεται σήμερα αναγκάζοντάς τον να θυσιάζεται στο βωμό της αγοράς (μιλούμε εν προκειμένω για τον κοινό άνθρωπο, που εμφανίζεται ως θύμα της οικονομικής κρίσης), αλλά οικολογική, κρίση του πλανήτη ως φυσικό σύστημα, που οδηγεί τον κόσμο, αυτοκτονικά θα λέγαμε εν σχέσει με τον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπου, σε ασυλλόγιστη και τραγική θυσία. Και πριν από αυτά είναι κρίση κοινωνική, αφού ο άνθρωπος αποστασιοποιήθηκε από τον άνθρωπο κι έπαψε να κοινωνεί λογιζόμενος στο όλον, οπού συγκροτείται ο κόσμος του˙ αλλιώς δεν θα στρεφόταν κατά κοινωνιών, διαλύοντάς τες με το πρόσχημα της οικονομικής τους αναποτελεσματικότητας!.. Είναι ακόμα κρίση πολιτιστική και πνευματική˙ ένα χάσιμο αξιών και ποιοτήτων. Η φύση σε αυτό το πλαίσιο θεώρησης του ανθρώπου έπαψε να είναι ο σύνδεσμός του με τον άνθρωπο, ο σύνδεσμος με τη ζωή. Είναι, μετά τούτων, προφανής η αντίφαση των τάσεων, το ετερόκλητο κι αντιθετικό τους περιεχόμενο –υπάρχει αδιέξοδο, ανυπέρβλητο αδιέξοδο ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει, στα κοινωνικώς εννοούμενα και τα ατομικώς επιβαλλόμενα…

Το παραπάνω αδιέξοδο το συνόψισε ορθά ο Αμερικανός οικοκοινωνιστής κι αντισυμβατικός φιλόσοφος Μάρρεϋ Μπούκτσιν (Marrey Bookchin) με τα εξής λόγια: «Αν δεν πραγματοποιήσουμε αυτό που φαίνεται αδύνατο (σε σχέση με τις κοινωνικές κι αντίστοιχα περιβαλλοντικές ανατροπές που πρέπει να γίνουν στον κόσμο), θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο» (Boockhin M., «The ecology of freedom», Cheshire, Palo Alto, California 1982, σελ. 52). Ενώ ο Γάλλος φιλόσοφος Ελιζέ Ρεκλύ, που δεν απορρίπτει την τεχνολογία (την επιστήμη) –όπως εξάλλου και ο Μπούκτσιν, με την αρχή της κοινωνικής οικολογίας που διατύπωσε–, θέτει τα όρια σε αυτήν και στην απορρέουσα δραστηριότητα του ανθρώπου, μιλώντας για ηθική πρόοδο, ταυτόχρονα με την τεχνολογική και την επακόλουθη οικονομική. Η ηθική πρόοδος αποτελεί τον βασικό παράγοντα ελέγχου της τελευταίας, καθώς επίσης και τον παράγοντα για την αρμοστή με το φυσικό σύστημα και ισορροπημένη πράξη του ανθρώπου (Νεττλάου Μ., «Ελιζέ Ρεκλύ, Ένας αναρχικός και λόγιος», επιμέλεια – μετάφραση: Γιάννης Καραπαπάς, εκδόσεις Τροπή, Αθήνα 2005, σελ. 75).

Η κρίση του πλανήτη είναι κρίση του ανθρώπου, που προκύπτει ως κρίση των αξιών. Τι εννοούμε ως αξία σε σχέση με τη φύση και τον άνθρωπο; Είναι η ευγένεια και o σεβασμός που ο άνθρωπος πρέπει να επιδείξει προς το δημιούργημα, που προκύπτει μέσα από την εννόηση αυτού ως ολότητα ζωής. Είναι οι αισθητηριακές ποιότητες και οι αισθητικές αξίες που ο άνθρωπος πρέπει να έχει στη σχέση του με αυτό. Σεβόμενος ο άνθρωπος το δημιούργημα και λειτουργώντας ως μέλος του −κι όχι ως κυρίαρχος θίγοντάς το για το όφελός του− αναδεικνύει μια θετική νόηση, ένα πεδίο λογικής (ratio) που τον οδηγεί στο να «δημιουργεί» εντός του δημιουργήματος, παρά να θίγει, να υποβαθμίζει ή να καταστρέφει. Σεβόμενος το δημιούργημα, σέβεται τη ζωή που αυτό εκπροσωπεί, κι αντίστοιχα σέβεται τον εαυτό του ως οντότητα και ως υπόσταση. «Δημιουργώντας» εντός του δημιουργήματος, το αναβιβάζει και μαζί εξυψώνει τη ζωή −ιδού, έτσι, η αναγωγή του, που προκύπτει διά του δημιουργήματος, ακολουθώντας ένα σύστημα αξιών που υποδεικνύεται από την ίδια τη ζωή και καθορίζει τον τρόπο του ζην.

Είναι εντέλει η ανάπτυξη ποιοτήτων κι όχι ποσοτήτων στο ανθρώπινο σύστημα που το αναβιβάζει, τ’ οποίο φτάνεται, θεωρημένο σε αυτή τη βάση, να λειτουργεί ως φυσικό. Το ζήτημα είναι ότι ο άνθρωπος παρανόησε ως προς τις αξίες της ζωής, θεωρώντας το ratio (τη νόηση) ως δύναμη που έπρεπε να εκμεταλλευτεί στη σχέση του με τη γη για την αντιμετώπιση της φύσης. Η νόηση εκφράζεται με την επιστήμη, αποδιδόμενη διά της καινοτομίας και της τεχνολογίας, διαμορφώνοντας τελικά τη δύναμη του ανθρώπου για την κυριαρχία του στη φύση και την επιβολή του στη γη. Το κοσμοείδωλο του ανθρώπου των νεώτερων χρόνων είναι ανθρωποκεντρικό, εγωκεντρικό και συνάμα μη αξιακό, στηριζόμενο στο φετίχ της ύλης και στη δύναμη του χρήματος, χρησιμοποιώντας τη δύναμη της νόησης (ratio) για την επίτευξη στόχων, εκφραζόμενη διά της επιστήμης και της τεχνοκρατίας, προκειμένου να επιβληθεί. Η επιστήμη με τον τρόπο αυτό μετεβλήθη από όργανο που εξυπηρετούσε τη ζωή, σε όργανο εξυπηρέτησης των στόχων που επιβάλλονται από την αγορά, η οποία κυριαρχεί στην κοινωνία και την πολιτική, και καθορίζει το ζην!

Η δύναμη, ως στοιχείο κυριαρχίας του ανθρώπου, τροφοδοτείται από τη συμμαχία επιστήμης και οικονομικής ανάπτυξης. Ιστορικά τούτο είναι διαπιστωμένο˙ οι σύγχρονοι καιροί το αποδεικνύουν κυριολεκτικά. Όσο η επιστήμη εξελισσόταν αργά, η οικονομία βρισκόταν σε κατάσταση ήπιας πορείας. Η «έκρηξη» της επιστήμης, ιδιαίτερα στα σύγχρονα χρόνια, εκτόξευσε την οικονομική ανάπτυξη, φτάνοντάς την σε σημείο που ο σκεπτικισμός γι’ αυτήν να στρέφει σε λογικές επιβράδυνσής της˙ ή, όπως αλλιώς θα χαρακτηρίζαμε τη νέα κατάσταση, σε αποανάπτυξη. Και τούτο συνιστάται για το καλό της ανθρωπότητας και για το μέλλον του πλανήτη, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει, η φρενήρης οικονομική ανάπτυξη οδηγεί τη γη στην κατακρήμνισή της ως καταρρέουσα από τα μεγέθη και τα βάρη μιας εντέλει ασύμβατης με τα δεδομένα και της δυνατότητες της γης, αλλά και της φύσης του ανθρώπου, εξέλιξης.

Το ζήτημα εν προκειμένω τίθεται στο κατά πόσον ο άνθρωπος έχει συνειδητοποιήσει το πρόβλημα της γης, ώστε να ενεργήσει λελογισμένα σε σχέση με την ανάπτυξή του. Επίσης, κατά πόσον είναι νοητικά δυνατός στις μέρες μας ένας σκεπτικισμός για την ανάπτυξη, στη βάση της θεώρησής της εν σχέσει με το μέλλον της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος στη νεωτερική εποχή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην οικονομική ανάπτυξη διότι θεωρεί ότι η εξέλιξή του στη γη προκύπτει μόνο μέσα από αυτήν. Έχει καλλιεργηθεί η κουλτούρα του «εξελίσσομαι αναπτυσσόμενος», αντί της προϋσχύσασας αντίληψης, «προοδεύω εξελισσόμενος». Τούτο είναι που διαμόρφωσε την ιδεολογία της ανάπτυξης κι έναν τρόπο ζωής, ένα σύστημα κανόνων κι αξιών, απαιτήσεων και λειτουργίας του ανθρώπου, που αποτελεί έκφραση τούτης της ιδεολογίας –εκφραζόμενης με την ιδέα της ελεύθερης οικονομίας κατά το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργίας της κοινωνίας. Όπως είναι κατανοητό, σε τούτο υπάρχει μια ριζική ανατροπή του τρόπου αντίληψης του ζην και του σκέπτεσθαι εν συναρτήσει με το μέλλον, που απορρέει από τη θεώρηση του ανθρώπου ως προς το γίγνεσθαι, δηλαδή από το πώς πρέπει να λειτουργεί ο κόσμος. Ενδεχομένως υπάρχει στρέβλωση εν σχέσει με την ανθρώπινη φύση και τη λογική της έκφρασής της. Η εν λόγω αντίληψη έχει διαμορφώσει μια κουλτούρα ζωής που αποδίδεται με την ιδέα του υλικού πολιτισμού. Ο άνθρωπος πια έχει ξεφύγει από την έγνοια της επιβίωσης, που τον απασχολούσε παλαιότερα, κι έχει μετέλθει στην ιδέα της υλικής ανάπτυξης και της απόλαυσης των υλικών προσφορών, κατά τρόπο όμως κυριολεκτικό κι απόλυτο ως προς τις αξίες της, έχοντας έτσι απωλεσθεί ο άνθρωπος ως οντότητα και το περιβάλλον ως αγαθό.

Ως δεδομένο προτάσσεται το motto, «όλα στο βωμό της ανάπτυξης» (άνθρωπος, κοινωνικές δομές, παραδοσιακές αξίες, οικογενειακοί δεσμοί, ηθικές αξίες, φυσικό περιβάλλον κ.τ.λ.), με τη λογική ότι δι’ αυτής τα κράτη ισχυροποιούνται και οι δεσμοί της αγοράς δημιουργούν τη βάση της συνέχειας. Ακόμα, ότι αυξάνεται το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων κι ότι αποφεύγεται η φτωχοποίηση. Όμως, πώς θα ήταν δυνατό αποδίδοντας τα πάντα στην ανάπτυξη (πόρους, ενέργεια, δυνάμεις, πνεύμα κ.ά.) να μπορείς να έχεις δυνατότητες αυτών για τη συνέχεια; Κάπου επέρχεται η εξάντληση, κάπου υπάρχουν όρια, κάπου −ναι!− υπάρχει ένα τέρμα. Πώς, επίσης, ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων και γίνονται αυτοί λιγότερο φτωχοί, όταν λειτουργούν σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δυνατότητων και σ’ ένα κάδρο ζωής, στ’ οποίο αναγκαστικά υφίστανται και δε μπορούν ν’ αποστούν από αυτό; Οι περισσότεροι και με περισσότερα να θέλονται στα πλαίσια της ανόδου του επιπέδου ζωής (απαιτήσεις, ανάγκες, επιθυμίες), πώς είναι δυνατό να διαμορφώνουν τη συνθήκη της αέναης ανόδου; Η απαίτηση της ανάπτυξης για όλο και μεγαλύτερη πίτα μην αποτελεί εντέλει μιαν ανέφικτη επιδίωξη, δεδομένου ότι η πίτα της γης είναι συγκεκριμένη; Το να επενδύεις τα κέρδη σου για όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη, κατά τη λειτουργική αρχή του συστήματος της οικονομικής ανάπτυξης, αποτελεί μιαν αυταπάτη όταν δε βλέπεις το δεδομένο μέγεθος της πίτας, ήτοι τις δυνατότητες του μεγασυστήματος της ζωής να σταθεί και ν’ ανταπεξέλθει στη συνεχή ανάπτυξη.

Τα πάντα δεν είναι προϊόν ενός λογισμικού, βάσει του οποίου λειτουργείς, δεν είναι αποτέλεσμα μαθηματικών τύπων. Δεν είναι σκοπός μεγεθών και ποσοστών. Υπάρχει και ο άνθρωπος, η αξιακή διάσταση της ζωής˙ υπάρχει και το γύρω, που έχει μια συγκρότηση, μια λειτουργία και έναν προορισμό, που οφείλουμε να τον σεβαστούμε και να λογιστούμε σε σχέση με αυτό. Και σε τελική ανάλυση, εάν θέλουμε να «υπολογιστούμε», γιατί μ’ έναν απλό αλγόριθμο της λογικής δεν αναλογιζόμαστε σε σχέση με το όλον, δηλαδή με την πίτα που τρεφόμαστε και χάρη σε αυτήν συντηρούμαστε, αλλά βλεπόμαστε στο κομμάτι της, που καρπωνόμαστε και με αυτό διαμορφώνουμε τη ζωή μας; Τούτο συνιστά επιλεκτική – υπολογιστική προσέγγιση της ζωής, μερική κι όχι ολιστική, αφού προσαρμόζουμε το λογισμικό του συστήματος της ζωής στην απαίτηση της μονομέρειάς του, κάτι που φυσικά αποτελεί επιλογή του ατομικού ανθρώπου για την εξυπηρέτηση του συστήματος που υπηρετεί. Παρέχει μια τέτοια δυνατότητα στον άνθρωπο η ευφυία του, στη βάση όμως λειτουργίας της αντιδραστικής του διάνοιας, κι όχι της αναλυτικής. Η αντιδραστική διάνοια είναι το τμήμα της διάνοιας ενός ατόμου τ’ οποίο λειτουργεί εξ’ ολοκλήρου στη βάση ερέθισμα – απόκριση. Δεν υπόκειται σε ηθελημένο έλεγχο και ασκεί δύναμη κι εξουσία πάνω στην επίγνωση, τους σκοπούς, τις σκέψεις, το σώμα και τη δράση.

Η αναλυτική διάνοια είναι η λογική συνειδητή διάνοια, η οποία χαρακτηρίζεται από επίγνωση, και σύμφωνα με αυτήν το άτομο σκέφτεται, παρατηρεί δεδομένα, τα θυμάται κι επιλύει προβλήματα..

Μήπως κάπου έχουμε παρεκκλίνει; Μήπως ο άνθρωπος ξέχασε την ανθρωπότητα, μήπως ξέχασε τη γη του˙ μήπως, τελικά, έχασε την ψυχή του;

Λέγει σχετικά ο Αμερικανός μαθηματικός και φιλόσοφος Τσαρλς Εϊσενστέϊν (Charles Eisenstein): «Η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα οφείλεται κατά πολύ στο γεγονός ότι δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα κοινωνικό, πολιτιστικό, φυσικό και πνευματικό κεφάλαιο για να μετατραπεί σε χρήμα. Αιώνες σχεδόν συνεχούς δημιουργίας χρήματος μας έχουν αφήσει τόσο φτωχούς σε πόρους που δεν μας έχει μείνει τίποτα άλλο να πουλήσουμε. Τα δάση μας έχουν καταστραφεί ανεπιστρεπτί, τα εδάφη μας έχουν εξαντληθεί και τα υλικά τους έχουν μεταφερθεί από τη βροχή στη θάλασσα, οι ψαρότοποι έχουν υπεραλιευτεί και η ανανεωτική ικανότητα της γης να ανακυκλώνει τα απόβλητά μας έχει κορεστεί. Ο πολιτιστικός θησαυρός των τραγουδιών και των παραμυθιών μας, των φωτογραφιών και των εικόνων, έχει λεηλατηθεί και δεσμευθεί από τα πνευματικά δικαιώματα. Κάθε έξυπνη φράση που μπορείτε να σκεφτείτε είναι ήδη σλόγκαν. Μας πήραν τις ίδιες τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπου και τις ικανότητές μας και μετά μας τις πούλησαν, έτσι ώστε σήμερα εξαρτιόμαστε από ξένους, και άρα από το χρήμα, για πράγματα που λίγοι άνθρωποι στην ιστορία είχαν ποτέ πληρώσει όπως για την τροφή, τη στέγη, την ένδυση, την ψυχαγωγία, την φροντίδα των παιδιών, το μαγείρεμα. Η ίδια η ζωή έχει γίνει ένα καταναλωτικό προϊόν» (Eisenstein Ch., «Sacred Economics. Money, gift & society in the age of transition», USA 2011, σελ. 138).

Τι συμβαίνει; Ο άνθρωπος, επεμβαίνοντας στη φυσική νομοτέλεια, υποτάσσει το φυσικό μεγασύστημα στην ενέργειά του, μετατρέποντάς το σε ανθρώπινο. Πραγματοποιείται έτσι κάτι αντίνομο κι ανάρμοστο: το ανθρώπινο υποσύστημα υποτάσσει το φυσικό μεγασύστημα και το κατευθύνει σύμφωνα με τη λογική του. Το «υπό» δηλαδή υποτάσσει το «υπέρ», και τούτο ως πράξη κανονικά θα συνιστούσε αντινομία. Όμως στο σύστημα της ζωής, όπως κατευθύνεται από τον άνθρωπο διά της διανοίας του κατά το οικονομικό πρότυπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν αντιμετωπίζεται έτσι κι εντέλει διαμορφώνεται μιαν «ομαλή» ανατροπή προς όφελος του ανθρώπου. Τούτο δεν σημαίνει ότι το φυσικό σύστημα αποκτά τεχνική δομή, καθώς διατηρεί τα φυσικά χαρακτηριστικά του, αλλά είναι υποκείμενο της τεχνικής του ανθρώπου και προσδιορίζεται με βάση τη θέλησή του, καθοριζόμενο και προοριζόμενο σύμφωνα με αυτήν. Με την έντονη, εκμεταλλευτική κι αρνητική δραστηριότητα του ανθρώπου στη γη δημιουργείται ανισορροπία στο φυσικό σύστημα, καθώς αυτό προσπαθεί να βρει την τάξη του στο νέο επίπεδο που ο άνθρωπος το οδήγησε. Λειτουργεί μετά τούτων ο φυσικός νόμος αποκατάστασης των ισορροπιών, που λαμβάνεται ως «εκδίκηση της φύσης», και με την αντιμετώπιση αυτή ενοχοποιείται η φύση για τις αντίνομες ενέργειες των ανθρώπων ̇ εφόσον βεβαίως ο άνθρωπος δεν έχει επιδιώξει την αποκατάσταση τεχνητά.

Η φύση είναι ένα ολοκληρωμένο κι αδιαίρετο σύστημα, του οποίου η φυσική ευρυθμία και τάξη είναι αποτέλεσμα της δυναμικής ισορρόπησης λειτουργιών μεταξύ οργανωτικών επιπέδων. Όλα τα οικοσυστήματα τείνουν προς τη σταθερότητα, δηλαδή στην ικανότητα της επιστροφής στην αρχική θέση μετά από οποιαδήποτε αλλαγή, αντί της αναγκαστικής αποδοχής ενός εντελώς διαφορετικού οικοσυστημικού μοντέλου˙ ή τείνουν προς μια νέα κατάσταση έχοντας τη δυνατότητα ν’ αντεπεξέρχονται διατηρούμενα. Τούτο αποδεικνύει τη θαυμαστή απλότητα της πολυπλοκότητας των φυσικών συστημάτων. Εύστοχα πάνω σε αυτό είχε αναφερθεί η προφητική για το έργο της «Σιωπηλή άνοιξη» Αμερικανίδα βιολόγος – περιβαλλοντολόγος Rachel Carson, από τις πρωτοπόρους στο κίνημα για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, υποστηρίζοντας ότι, «στη φύση τίποτε δεν υφίσταται μόνο του». Όσο περισσότερο σύνθετο και πολυποίκιλο είναι ένα οικοσύστημα, τόσο σταθερότερο είναι −κι εδώ υπεισέρχεται η πολύ σημαντική έννοια της βιοποικιλότητας, ως βασικού παράγοντα της οικολογικής αξίας των οικοσυστημάτων.

Η σημασία του σύνθετου οικοσυστήματος έγκειται στ’ ότι κάθε οικολογική γωνία αυτού είναι κατειλημμένη, που αυτό σημαίνει ότι κάθε δυνατή διαφοροποιημένη λειτουργία, για την οποία υπάρχει ανάγκη να εκ-φραστεί στο φυσικό σύσ-στημα, εκπληρώνεται από ένα είδος ειδικευμένο στην εκπλήρωση της ανάγκης αυτής. Είναι μετά τούτων εξαιρετικά δύσκολο να προκύψει για παράδειγμα μια οικολογική εισβολή, δηλαδή να εισχωρήσει και να εγκατασταθεί ένα είδος ξένο προς το σύστημα, ή ακόμα χειρότερα να πολλαπλασιαστεί και να καταστρέψει τη βασική δομή του συστήματος. Επιπροσθέτως, η συνθετότητα διασφαλίζει για το σύστημα ότι ένα είδος δε μπορεί ν’ αυξηθεί πέρα από το μέγεθός του. Καταλαμβάνει δηλαδή την οικολογική γωνιά που του αναλογεί ασκώντας το ρόλο του, κι έτσι ελέγχεται ο πληθυσμός του κι αντίστοιχα πραγματοποιείται φυσικώς ο έλεγχος του πληθυσμού στο σύνολό του. Τα παραπάνω αποδίδονται σχηματικά στην ένθετη εικόνα, στην οποία δείχνεται πως το σύνθετο οικοσύστημα (πάνω σχήμα) συντηρεί προφανώς περισσότερη ζωή απ’ ό,τι τα επόμενα (κάτω σχήματα) λιγότερο σύνθετα –φτωχοποιημένα– οικοσυστήματα.

Η διατάραξη της φυσικής τάξης λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας προκαλεί λειτουργική ανισορροπία μεταξύ των οργανωτικών επιπέδων κι αποσυντονισμό στο φυσικό σύστημα. Με την απώλεια των φυσικών δομών και την αποσταθεροποίηση του οικοσυστήματος, δημιουργούνται κενά σε αυτό, οι εισβολείς καταλαμβάνουν θέσεις, η ανισοτροπία δημιουργεί ανισορροπία. Τούτη η κατάσταση αποδίδεται με την έννοια της αρνητικής εντροπίας, που σημαίνει αναταραχή και διατάραξη στο φυσικό σύστημα. Αποκτά έτσι το φυσικό σύστημα προορισμό που, αν δεν είναι παρά φύσιν, είναι αλλότριος της ουσίας του, του φύσιν προορισμού του. Ενώ αντίθετα, η εντροπία με την έννοια της τυχαιότητας στο φυσικό σύστημα, στην περίπτωση της μη ύπαρξης προκαθορισμένης οργάνωσης, είναι αποδεκτή, λαμβάνοντας υπόψη και το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, που αναφέρει ότι υπάρχει η τάση σε όλα τα συστήματα κατά τη λειτουργία τους προς την αύξηση του τυχαίου ή της εντροπίας. Κάθε εξάλλου εν ισορροπία φυσικό σύστημα, που είναι φαινομενικά ακίνητο και σταθερό, διέπεται από δυναμική και μη αντιληπτή στον παρόντα χρόνο εξέλιξη.

Στο σύστημα της οικόσφαιρας η εντροπία ως τυχαιότητα, κινούμενη στα πλαίσια μιας γενικής βασικής απροσδιόριστης οργάνωσης, λαμβάνεται θετικά και τούτο διότι η γη είναι ένα ανοικτό σύστημα από την άποψη της «ζωογόνας» ενέργειας (αφού βομβαρδίζεται συνεχώς από τον ήλιο μ’ ενέργεια), κι έτσι δεν εγκλωβίζεται η ενέργεια αυτή, όπως θα συνέβαινε στο κλειστό σύστημα, όπου δηλώνεται αρνητικά. Μάλιστα, η εντροπία πλουταίνει την οικόσφαιρα, αφού η τυχαιότητα βοηθά στην πολυσυνθετότητα και στην πολυπλοκότητα, εξυπηρετώντας τη βιοποικιλότητα του φυσικού συστήματος. Εξάλλου, το ανοικτό σύστημα της γης (ως προς την ενέργεια), είναι κλειστό ως προς τα υλικά του, κάτι που σημαίνει ότι δε μπορεί να τα εξάγει ως απόβλητα και τα κρατά εντός του. Αυτό το επιβαρύνει υπέρμετρα κι είναι ένας από τους βασικούς λόγους της υποβάθμισής του –όπως συμβαίνει σήμερα με την κατάσταση στον πλανήτη.

Επιπροσθέτως πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στοιχεία της γης απαιτήθηκαν αιώνες για να δημιουργηθούν (εκατομμύρια χρόνια), και μάλιστα μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες, που δύσκολα σε πολλές περιπτώσεις επαναλαμβάνονται, κι ότι αυτά πρέπει να συνεχίσουν να υφίστανται, για να υπάρχει ορθή συνέχεια στη γη. Τούτο επιτυγχάνεται με το να μη χρησιμοποιούνται ταχύτερα απ’ ότι παράγονται˙ διαφορετικά έχουμε απώλειες, αρνητική εντροπία κι αποσταθεροποίηση του φυσικού συστήματος, που σταδιακά οδηγεί στην υποβάθμισή του. Η κατάσταση της διατάραξης και της απορρύθμισης, δηλαδή της αρνητικής εντροπίας, κινητοποιεί αντισταθμιστικούς μηχανισμούς του συστήματος για την αυτορρύθμισή του, αφού η φύση έχει αυτή την υψηλή δυνατότητα για την επίτευξη μιας νέας τάξης. Τούτο συμβαίνει διότι τα στοιχεία που συγκροτούσαν την παλιά τάξη χάνονται ή χάθηκαν. Η ανάδραση αυτή λαμβάνεται, όπως προείπαμε, ως αντίδραση της φύσης από τον άνθρωπο (λέμε π.χ.: «η φύση εκδικείται!»), ακριβώς διότι εκδηλώνεται ανεξάρτητα των επιπτώσεων στο στοιχείο του συστήματος που προκάλεσε την ανισορροπία (δηλαδή στον άνθρωπο). Η φύση αντιδρά όταν ανισορροπεί, προκειμένου να ξαναβρεί τη χαμένη της ισορροπία, κι όσο δεν τη βρίσκει συνταράσσεται λόγω της απώλειας της συνοχής της, μ’ επιπτώσεις στο ανθρώπινο σύστημα (στην κοινωνία και στον υλικό πολιτισμό).

(από το βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου “ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ. Το κοσμοείδωλο της ανάπτυξης και το μέλλον της γης”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2019)

:dasarxeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου