Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Πού πάσχει ο νέος νόμος για το περιβάλλον

Υπογράφουμε ενάντια στο ΑντιΠεριβαλλοντικό Νoμοσχέδιο - έκτρωμα εδώ: http://chng.it/dBX8Y9hm

Το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη Βουλή δεν φαίνεται να κινείται στην κατεύθυνση της διασφάλισης του σκοπού ενός περιβαλλοντικού νόμου, συμπιέζοντας καταρχάς τους χρόνους των διαδικασιών σε βάρος της ποιότητας, αυξάνοντας παράλληλα τη διάρκεια ισχύος των περιβαλλοντικών όρων
Σκοπός ενός νόμου για την περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι να διασφαλίσει ότι τα έργα και δραστηριότητες θα έχουν τη μικρότερη δυνατή επίπτωση στο περιβάλλον, τόσο κατά τη διάρκεια κατασκευής όσο και κατά τη διάρκεια λειτουργίας, αλλιώς δεν θα είναι δυνατή η υλοποίησή τους. Οι διαδικασίες για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός είναι αρχικά η εκπόνηση Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, η ενημέρωση του κοινού και η δυνατότητα να εκφραστεί να ληφθεί υπόψη η γνώμη του, αλλά και άλλων φορέων και υπηρεσιών, πριν από τη λήψη οποιαδήποτε απόφασης και, τέλος, η θέσπιση όρων για την λειτουργία μιας δραστηριότητας των οποίων η τήρηση θα ελέγχεται τακτικά και οι όροι θα αναθεωρούνται σε εύλογα διαστήματα. Κρίσιμο είναι να αντιληφθεί κανείς ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν χωρά στάθμιση, αλλά προέχει η προστασία του περιβάλλοντος, δηλαδή, δεν επιτρέπουμε κάποιο έργο.
Οι διαδικασίες, ιδίως για μεγάλα και σύνθετα έργα, μπορεί να κρατήσουν μερικούς μήνες. Σημειώνουμε ότι όλη σχεδόν η ελληνική περιβαλλοντική νομοθεσία στηρίζεται στο ενωσιακό δίκαιο (βλ. σχετική Οδηγία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με τις τροποποιήσεις της)[1] και τις διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει με νόμο η Βουλή. Κατά συνέπεια θα πρέπει να είναι τουλάχιστον συμβατή με το παραπάνω δίκαιο.
Το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη Βουλή και καλείται «Εκσυγχρονισμός της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας» δεν φαίνεται να κινείται στην κατεύθυνση της διασφάλισης του σκοπού ενός περιβαλλοντικού νόμου, συμπιέζοντας καταρχάς τους χρόνους των διαδικασιών σε βάρος της ποιότητας, αυξάνοντας παράλληλα τη διάρκεια ισχύος των περιβαλλοντικών όρων. Κάποια από τα σημεία που είναι προβληματικά είναι:
– Μείωση του χρόνου ελέγχου πληρότητας των φακέλων της ΜΠΕ κατά πέντε εργάσιμες ημέρες.[2] Αυτό ίσως να μη φαίνεται τόσο σημαντικό, αλλά απαλείφοντας παράλληλα και τη λέξη «τυπική» από τον ισχύοντα νόμο σημαίνει ότι πρόκειται για έλεγχο ουσίας των μελετών που κατατέθηκαν, σε συνδυασμό δε με την υποστελέχωση των υπηρεσιών, καθιστά πρακτικά αδύνατη την σωστή διεκπεραίωση. Αν και είναι ορθότερο να γίνεται έλεγχος ουσίας πριν τη διαβούλευση, τότε θα πρέπει να δίνεται και αντίστοιχος εύλογος χρόνος.
– Αν και η σχετική οδηγία αναφέρεται σε «εύλογα χρονοδιαγράμματα για τα διάφορα στάδια, επαρκούς διάρκειας» για την ενημέρωση των αρχών και του κοινού «ώστε να προετοιμασθούν και να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στη λήψη περιβαλλοντικής απόφασης», η μείωση της διάρκειας διαβούλευσης κατά 15 ημέρες,[3] σε συνδυασμό με την ασάφεια που μπορεί να δημιουργηθεί από τη διατύπωση του σχετικού άρθρου ως προς τον πότε ξεκινά η σχετική διαβούλευση,[4] συμπιέζει σημαντικά το διαθέσιμο χρόνο ενημέρωσης και κατάθεσης απόψεων για το έργο. Μπορώ να μεταφέρω την προσωπική μου εμπειρία, ότι στο πλαίσιο καθηκόντων μου για να καταφέρω συγκεντρώσω τις απαραίτητες πληροφορίες για ένα έργο προκειμένου να σχηματίσω γνώμη (που περιλάμβανε αναζήτηση στοιχείων από υπηρεσίες, επιστημονικών μελετών, συναντήσεις με επιστήμονες σχετικούς με το αντικείμενο) χρειάστηκαν περισσότερο από δύο μήνες. Θεωρητικά, όλα τα στοιχεία θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στην ΜΠΕ, ωστόσο, πολύ συχνά οι ΜΠΕ είναι ελλιπείς, απουσιάζουν στοιχεία της μελέτης του έργου (απλά αναφέρονται οι επιπτώσεις), αναφέρονται σε γενικές αλλά όχι σημειακές επιπτώσεις, προτείνονται λύσεις που είτε δεν έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν – άρα δεν μπορεί να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους-, είτε δεν μπορούν να πετύχουν το σκοπό. Δυστυχώς, έχω εκατοντάδες παραδείγματα να αναφέρω.
– Προβλέπεται ότι αν οι υπηρεσίες δεν γνωμοδοτήσουν μέσα στο χρόνο διαβούλευσης, η «σιωπή» τους θα λαμβάνεται ως θετική γνώμη για το έργο. Αν και μοιάζει σαν μέσο πίεσης προκειμένου να γνωμοδοτήσουν εγκαίρως, εντούτοις πρόκειται για μια «πλασματική» θετική γνώμη, αντίθετη στο πνεύμα των οδηγιών η οποία αναφέρεται όχι μόνο στη διατύπωση γνωμών αλλά και στη διάχυσή τους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι πως θα ενισχύσει την άσκηση πίεσης σε υπαλλήλους από πολιτικούς ή ανώτερους υπηρεσιακούς παράγοντες για να μη γνωμοδοτήσουν, όταν θα έχουν αντίθετη άποψη. Δυστυχώς και σε αυτό έχω πληθώρα παραδειγμάτων να αναφέρω.
– Το σχέδιο νόμου διαχωρίζει τις γνώμες που θα κατατεθούν σε ουσιώδεις και μη oυσιώδεις. Στην περίπτωση ουσιωδών γνωμών συνεδριάζει το Κεντρικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης. Ουσιώδεις θεωρούνται μόνο όσες υποβάλλονται από δημόσιες αρχές, και όχι βάσει του περιεχομένου τους, παραβιάζοντας ευθέως την οδηγία[5] και την Σύμβαση του Άαρχους (ν.3422/2005).[6]
– Σύμφωνα με το νομοσχέδιο «η υποβολή συμπληρωματικών στοιχείων από τον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι υποχρεωτική για τον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας, αλλά, σε καμία περίπτωση δεν αναστέλλει τις ως άνω προθεσμίες». Ωστόσο, αυτό πρακτικά σημαίνει πως ουσιώδη στοιχεία ενδέχεται να μην τεθούν υπόψη του κοινού κατά τη διάρκεια διαβούλευσης. Εφόσον, κατά τον έλεγχο πληρότητας ή σε μεταγενέστερο στάδιο, διαπιστωθεί ότι απουσιάζουν κρίσιμα στοιχεία για τη λήψη απόφασης τότε κατά την άποψή μου όχι μόνο δεν μπορεί να διενεργηθεί διαβούλευση, αλλά ενδεχομένως να πρέπει να επαναληφθεί. Μπορεί να μοιάζει σαν το παιχνίδι φιδάκι που ξεκινάς από την αρχή, ωστόσο, αυτό θα αποτελέσει αντικίνητρο για τους επενδυτές ή κατασκευαστές να υποβάλλουν ελλιπείς μελέτες. Πχ ορνιθολογική μελέτη περιείχε δύο μόνο περιόδους (εποχές) παρατήρησης και όχι πλήρες έτος. Οι υπόλοιπες περίοδοι παρατήρησης κατατέθηκαν αργότερα. Εφαρμόζοντας το άρθρο αυτό, θα συνιστούσε παραβίαση της Οδηγίας (και στην συγκεκριμένη περίπτωση και της Οδηγίας NATURA 2000) και της Σύμβασης του Άαρχους η προσκόμιση των στοιχείων κατόπιν της διαβούλευσης.
– Η δημόσια διαβούλευση, στις περιπτώσεις όπου απαιτείται, θα διεξάγεται μέσω του Ηλεκτρονικού Περιβαλλοντικού Μητρώου. Χωρίς αυτό να είναι καταρχάς κακό, αποκλείει ωστόσο τη διενέργεια δημόσιας ακρόασης η οποία όχι μόνο προβλέπεται αλλά και συστήνεται από τη Σύμβαση του Άαρχους.[7] Η διαδικασία δημόσιας ακρόασης δίνει τη δυνατότητα, ιδίως στις τοπικές κοινωνίες να θέσουν άμεσα ερωτήματα στους επενδυτές και τους μελετητές και να δοθούν διευκρινήσεις για ζητήματα που συχνά είναι ασαφή ή ιδιαίτερα τεχνικά για να είναι κατανοητά. Μάλιστα πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην C-280/18/7.11.2019 απόφασή[8] του έκρινε[9] ότι οι διαβουλεύσεις είναι κρίσιμο να γίνονται στους Δήμους και ότι μόνη η ηλεκτρονική ανάρτηση της μελέτης, που δηλώνει τον χρόνο έναρξής της διαβούλευσης δεν επαρκεί για να διασφαλίσει τις προϋποθέσεις μιας σωστής διαβούλευσης.
– Με τον νόμο αυξάνεται η διάρκεια ισχύος των περιβαλλοντικών όρων σε 15ετία που μπορεί να ξεπεράσει την 20ετία κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Πέρα από την προσωπική μου άποψη πως οι περιβαλλοντικοί όροι σε πλήθος περιπτώσεων είναι αόριστοι και για να είναι αποτελεσματικοί θα έπρεπε να επιβάλλονται με σαφήνεια και σε ορισμένες περιπτώσεις και κατά το στάδιο εκπόνησης της μελέτης, ο μη συχνός επανέλεγχος των περιβαλλοντικών όρων, σε συνδυασμό με τις λιγοστές ή ανύπαρκτες επιθεωρήσεις, δεν διασφαλίζουν επαρκώς την προστασία του περιβάλλοντος. Θεωρητικά η διοίκηση μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιβάλλει όρους αν διαπιστώσει πως δεν διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, αφενός η τεχνολογία εξελίσσεται, αφετέρου το περιβάλλον και τα δεδομένα μεταβάλλονται συνεχώς και συνεπώς επιβάλλεται, είτε η θέσπιση κριτηρίων επανεξέτασης των περιβαλλοντικών όρων, είτε ακόμη και μείωση του χρόνου ισχύος της διάρκειάς τους προκειμένου να υπάρχει επαρκής προληπτική προστασία.
– Στο νομοσχέδιο καταργείται η υποχρέωση υποβολής στοιχείων του πως επηρεάστηκε το περιβάλλον από μια δραστηριότητα ή της αποτύπωσης της κατάστασης του περιβάλλοντος σε περίπτωση ανανέωσης ή τροποποίησης των περιβαλλοντικών όρων μιας δραστηριότητας αντίστοιχα. Η διαχρονική καταγραφή των επιπτώσεων στο περιβάλλον αποτελεί τη βάση για την επιβολή επιπλέον ή αυστηρότερων όρων, όπως επίσης και η καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση σε βάθος χρόνου.
Το νομοσχέδιο είναι τεράστιο, περιλαμβάνει δεκάδες ζητήματα που χρήζουν σχολιασμού τόσο για την περιβαλλοντική διαδικασία, όσο και για τις οικιστικές πυκνώσεις, τα κτίσματα σε δάση, Φ/Β δίπλα σε ρέματα, τη σύσταση ΑΕ για τη διαχείριση προστατευόμενων περιοχών και μεταφορά αρμοδιοτήτων από το Υπουργείο Περιβάλλοντος που αφορούν γενικότερα την προστασία του περιβάλλοντος, την αδειοδότηση ΑΠΕ, τη διαχείριση απορριμμάτων κά, εντούτοις ένα κρίσιμο άρθρο είναι αυτό που τροποποιεί το π.δ. χρήσεων γης.
Η κατάταξη των χρήσεων γης είναι ένα εργαλείο πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού. Δηλαδή, αφορά την επέμβαση του ανθρώπου και περιγράφει το είδος της χρήσης στο χώρο. Η υπαγωγή των προστατευόμενων περιοχών στις γενικές κατηγορίες χρήσεων έρχεται σε αντίθεση με την επιστημονική πρακτική. Η διατήρηση της φύσης δεν συνιστά χρήση από τον άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί ο άνθρωπος να δραστηριοποιείται, ανάλογα με το είδος της προστασίας, στις περιοχές αυτές. Ωστόσο, οι δραστηριότητες ή κατασκευές καθορίζονται βάσει μελέτης και όχι δια νόμου. Αν και ο νόμος διατείνεται ότι οι τελικές χρήσεις θα επιλεγούν βάσει μελέτης, εντούτοις στις ζώνες διαχείρισης οικοτόπων και ειδών ορίζει ότι μπορεί να λαμβάνουν χώρα μεταξύ άλλων «εξορυκτικές δραστηριότητες (Ορυχεία – Λατομεία – Μεταλλεία, Αμμοληψία, Ζώνες αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων)».
Επίσης, στο ίδιο άρθρο περιλαμβάνονται και κατασκευές που δεν συνιστούν χρήση με την επιστημονική έννοια του όρου, αλλά συνδέονται με τις χρήσεις γης,[10] προκαλώντας σύγχυση.
Τα παραπάνω προδίνουν σαφέστατα την πρόθεση επέμβασης στις περιοχές αυτές, δίνοντας με τις διατάξεις αυτές ένα πέπλο νομιμότητας για κάτι που μπορεί να γίνει μόνο κατόπιν επιστημονικής έρευνας, ενώ ειδικά σε αυτές τις περιοχές μπορεί να μην είναι καν ζήτημα στάθμισης των δεδομένων αλλά να προέχει η προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι αν και οι χρήσεις γης έχουν καθοριστεί με προεδρικό διάταγμα, εδώ τροποποιούνται με νόμο. Τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις προσπαθώντας, συνήθως, να παρακάμψουν το ΣτΕ (είτε επειδή ο νόμος δεν προσβάλλεται ευθέως δικαστικά, είτε επειδή το προεδρικό διάταγμα περνάει από προηγούμενο έλεγχο από το δικαστήριο) ρυθμίζουν ζητήματα, που θα έπρεπε να καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, ενσωματώνονται σε νόμο. Πέραν του ότι έχει δημιουργηθεί μια απίστευτη στρέβλωση στο δικαιικό σύστημα, συχνά οι πράξεις που στηρίζονται στις διατάξεις αυτές κρίνονται στην συνέχεια αντισυνταγματικές. Και μένουν όλοι έκπληκτοι και αναρωτιούνται γιατί.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Στο site της Βουλής αναρτήθηκε το Σάββατο εκ νέου το σχέδιο νόμου. Εχει απαλειφθεί μια από τις επίμαχες διατάξεις τις οποίες σχολιάζω, αυτή στην οποία λαμβανόταν ως θετική η «σιωπή» μιας υπηρεσίας. Ωστόσο, μετατίθεται το βάρος στην υπηρεσία που προβαίνει σε έλεγχο της πληρότητας του φακέλου. Αν η υπηρεσία δεν αποφανθεί εντός της προθεσμίας που θέτει ο νόμος ο φάκελος θεωρείται πλήρης. Αυτό μπορεί εύκολα να συμβεί, είτε επειδή μπορεί να κατατεθούν ταυτόχρονα πολλές μελέτες και οι υπηρεσίες είναι υποστελεχωμένες και δεν έχουν όλοι οι υπάλληλοι τη σχετική τεχνογνωσία, είτε να μην αποφανθούν κατόπιν πιέσεων τρίτων παραγόντων.
*protagon
Νίκος Βίττης
είναι Αγρονόμος-Τοπογράφος Μηχανικός, Ειδικός Επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου